Στην τελική φάσης ολοκλήρωσής του, εισέρχεται την τρέχουσα θερινή περίοδο, η σύνδεση της πανεπιστημιούπολης των Σερρών στο δίκτυο της Τηλεθέρμανσης. Το έργο υλοποιείται από την «ΘΕΡΜΗ – Τηλεθέρμανση», εταιρία του ομίλου ΙΤΑ, στο πλαίσιο της Ενεργειακής Αναβάθμισης του σερραϊκού campus, γυρίζοντας σελίδα για τον ακαδημαϊκό πυλώνα της περιοχής.
Όπως ανέφερε σε δηλώσεις του ο αντιπεριφερειάρχης Σερρών Παναγιώτης Σπυρόπουλος, «πρόκειται για ένα εμβληματικό έργο που αξιοποιεί μια ήπια μορφή ανάπτυξης, με θετικό αποτύπωμα για την τοπική οικονομία και το περιβάλλον. Τιμούμε εταιρίες που τιμούν τον τόπο και δημιουργούν θέσεις εργασίας. Φυσικά και τα Διοικητήριο της Περιφερειακής Ενότητας, όπως και όλα σχεδόν τα δημόσια κτίρια, θερμαίνεται με τηλεθέρμανση».
Ταυτόχρονα, το έργο της σύνδεσης του Διεθνούς Πανεπιστημίου (ΔΙΠΑΕ, πρώην ΤΕΙ) αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα project κατασκευής νέου δικτύου τηλεθέρμανσης με παραπάνω από ένα χιλιόμετρο διπλού προμονωμένου αγωγού και επιπλέον, ένα δίκτυο σωληνώσεων διανομής. Εντός του ΔΙΠΑΕ, εγκαθίσταται θερμικός υποσταθμός 6 μεγαβάτ που θα καλύπτει τις ανάγκες 13 κτιρίων, με συνολικές θερμαινόμενες επιφάνειες πάνω από 40.000 τετραγωνικά.
Σύμφωνα με τον Νίκο Γιοβάνη, μέλος ΔΣ του Πανεπιστημίου, «το συγκεκριμένο έργο ανήκει σε ένα συνολικό πρόγραμμα ενεργειακής αναβάθμισης του ιδρύματος. Αποφασίσαμε να συνδεθούν τα κτίρια με έναν ενεργειακό πόρο πιο οικονομικό και ταυτόχρονα με ελάχιστο αποτύπωμα άνθρακα, άρα πιο φιλικό στο περιβάλλον».
Το κόστος του έργου προϋπολογίζεται σε περίπου 1 εκατομμύριο ευρώ για τη «ΘΕΡΜΗ – Τηλεθέρμανση», ποσό που καλύπτεται από ιδίους πόρους, χωρίς καμία επιδότηση ή ενίσχυση.
Σε δηλώσεις του, ο διευθύνων σύμβουλος της «ΘΕΡΜΗ – Τηλεθέρμανση», Ιωάννης Μυλωνάκης, επισήμανε ότι «Το έργο υλοποιείται με πρωτοβουλία του προέδρου του ομίλου ΙΤΑ Αντώνη Γερασίμου, οι εταιρίες του οποίου δραστηριοποιούνται στις Σέρρες από το 2006. Το έργο της σύνδεσης του ΔΙΠΑΕ είναι το μεγαλύτερο που έχει υλοποιηθεί».
Η υλοποίησή του έργου, αξιοποιεί πλήρως τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του δικτύου τηλεθέρμανσης έναντι όλων των άλλων μορφών θέρμανσης, σε οικονομία, ασφάλεια και περιβαλλοντική προστασία.