Ειδικότερα, ο υπουργός, σε ομιλία του χθες σε εκδήλωση του Ελληνοβρετανικού Επιμελητηρίου, περιέγραψε την «ολιστική προσπάθεια» της κυβέρνησης με στόχο «να κρατήσει ερμητικά κλειστές τις δύο κερκόπορτες που επέτρεψαν στην κρίση να ταλαιπωρήσει τους Έλληνες την προηγούμενη δεκαετία: το δημοσιονομικό έλλειμμα και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών». Η προσπάθεια αυτή, όπως είπε, γίνεται σε δύο κυρίως μέτωπα: δημοσιονομική σοβαρότητα και αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου «με κοινό παρονομαστή μία πολιτική κοινής λογικής, που ακολουθεί καλές διεθνείς πρακτικές και μετατρέπει την Ελλάδα σε μία χώρα φιλική στις επενδύσεις».
Αναφερόμενος στα δημοσιονομικά ο κ. Χατζηδάκης τόνισε ότι την προηγούμενη δεκαετία έγινε αντιληπτό, ότι η πολιτική τού «δώστα όλα» μόνο φιλολαϊκή δεν είναι, διότι τα σπασμένα της καλούνται να τα πληρώσουν στη συνέχεια οι ίδιοι οι πολίτες και ειδικά οι πιο αδύναμοι. Για τον λόγο αυτό, η κυβέρνηση εφάρμοσε ένα μείγμα οικονομικής πολιτικής που συνδυάζει τη δημοσιονομική ισορροπία από τη μία πλευρά, με αναπτυξιακές πολιτικές που επανεκκίνησαν την οικονομία από την άλλη.
«Δεν μπορείς να πετύχεις μακροχρόνια υψηλή ανάπτυξη, αν δεν ασκείς αξιόπιστη και υπεύθυνη δημοσιονομική πολιτική. Και δεν μπορείς να πετύχεις τους δημοσιονομικούς σου στόχους, αν η οικονομία δεν αναπτύσσεται», ανέφερε ο υπουργός και πρόσθεσε: «Με την πολιτική μας, πετυχαίνουμε και τους δύο στόχους. Σύμφωνα με το προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2024, το 2023- παρά τη δυσμενή διεθνή συγκυρία και παρά τις φυσικές καταστροφές και τις επιπτώσεις τους- θα έχουμε μία υπεραπόδοση του προϋπολογισμού που βασίζεται σε υπεραπόδοση της οικονομίας. Και η υπεραπόδοση της οικονομίας βασίζεται στην ίδια την πολιτική μας, η οποία την προηγούμενα τέσσερα χρόνια έβαλε τα θεμέλια, ώστε να γίνει αυτό πραγματικότητα. Γι' αυτό και είμαστε αποφασισμένοι να συνεχίσουμε σε αυτήν την κατεύθυνση. Έτσι θα κρατήσουμε κλειστή μια και καλή την κερκόπορτα του ελλείμματος του προϋπολογισμού».
Τόνισε, ωστόσο, ότι η δημοσιονομική ισορροπία και η επανεκκίνηση της οικονομίας δεν αρκούν. «Πρέπει τώρα να αυξήσουμε τις ταχύτητες με τις οποίες κινείται η οικονομία, ώστε να διασφαλίσουμε ότι δεν θα ξανανοίξει η δεύτερη κερκόπορτα της οικονομίας. Δηλαδή, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Διότι δεν μπορεί η μελλοντική οικονομική ανάπτυξη να βασίζεται αποκλειστικά στην κατανάλωση. Ούτε είναι βιώσιμο η οικονομία να προχωράει με ανισορροπία ανάμεσα στις εξαγωγές και τις εισαγωγές».
Ο κ. Χατζηδάκης υπενθύμισε ότι ήδη με την πολιτική που εφαρμόστηκε, οι εξαγωγές πλησίασαν το 50% του ΑΕΠ, ωστόσο απέχουν ακόμη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Σε αυτό το πλαίσιο η κυβέρνηση θα δώσει έμφαση σε τομείς στους οποίους η Ελλάδα είναι διεθνώς πιο ανταγωνιστική (φαρμακοβιομηχανία, αγροδιατροφικός τομέας, Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας), θα εφαρμόσει ισχυρότερα κίνητρα για τη μεγέθυνση των επιχειρήσεων μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων, για στήριξη της καινοτομίας, καθώς και για ενίσχυση των εξαγωγών υψηλής προστιθέμενης αξίας. «Θα επιταχύνουμε την προσπάθεια αξιοποιώντας στο έπακρο το μεγαλύτερο στην ιστορία "πακέτο" δημόσιων πόρων λόγω και του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ», ανέφερε. «Ο συνδυασμός του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ δεν είναι απλώς ένα νέο Σχέδιο Μάρσαλ, όπως πολλές φορές λέγεται. Είναι ένα πακέτο υπερδιπλάσιο από το Σχέδιο Μάρσαλ. Και η Ελλάδα είναι η χώρα της ΕΕ με τη μεγαλύτερη κατά κεφαλήν ενίσχυση από το Ταμείο Ανάκαμψης και το νέο ΕΣΠΑ αθροιστικά. Σκοπεύουμε να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες που μας δίνουν τα δύο αυτά ισχυρά αναπτυξιακά εργαλεία, στο έπακρο».
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στον τομέα της ναυτιλίας που συνδέει Ελλάδα και Ηνωμένο Βασίλειο και μπορεί να λειτουργήσει ακόμη περισσότερο επ' ωφελεία των δύο χωρών. «Όπως στη Βρετανία έτσι και στην Ελλάδα, η ναυτιλία με την παρουσία της, τις ισχυρές νομικές και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες της, καθώς και την ασφάλιση και τις ναυλώσεις, μπορεί να έχει ακόμα θετικότερη επίδραση στην ανάπτυξη και στην δημιουργία νέων θέσεων εργασίας», επεσήμανε.
Αναφερόμενος στις σχέσεις Ελλάδας- Ην. Βασιλείου μετά το Brexit, ο κ. Χατζηδάκης έκανε λόγο για ακμαιότατη διμερή σχέση, καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ένας από τους κορυφαίους εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας, ενώ οι επισκέψεις βρετανών τουριστών στην Ελλάδα πλησίασαν τα 4,5 εκατομμύρια το 2022 και βρέθηκαν στην πρώτη θέση στις αφίξεις στη χώρα μας (τάση η οποία ενισχύεται ακόμη περισσότερο το 2023). Επιπλέον σημαντικός αριθμός βρετανικών εταιρειών έχει επενδύσει στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων στους τομείς λιανικού εμπορίου, των τηλεπικοινωνιών, του τουρισμού, των φαρμακευτικών προϊόντων, των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, των αερομεταφορών.
«Σε ένα δυσμενές και αβέβαιο διεθνές περιβάλλον, η Ελλάδα αναδεικνύεται σε σταθερό και αξιόπιστο εταίρο και η ελληνική οικονομία αποδεικνύεται εξαιρετικά ανθεκτική. Σύμφωνα με το προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2024, η ανάπτυξη αναμένεται να φτάσει το 2,3% το 2023 και το 3% το 2024, ο πληθωρισμός, από 9,6% το 2022, θα διαμορφωθεί σε 4% το 2023 και να αποκλιμακωθεί περαιτέρω σε 2,4% το 2024, οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν κατά 8,3% κατά το τρέχον έτος και 12,1% το 2024 ενώ η ανεργία θα μειωθεί σε 10,6% το 2024 από 17,5% το 2019», υπογράμμισε ο κ. Χατζηδάκης και κατέληξε:
«Είναι σαφές ότι μιλάμε για αλλαγή παραδείγματος. Από την Ελλάδα των ελλειμμάτων και των κρίσεων, περνάμε στην Ελλάδα, η οικονομία της οποίας- ακόμη και εν μέσω κρίσεων- υπεραποδίδει. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η χώρα έχει ήδη εισέλθει σε έναν ενάρετο κύκλο δημοσιονομικής σταθερότητας, μείωσης τού χρέους και οικονομικής ανάπτυξης. Το σχέδιο που συνεχίζουμε να εφαρμόζουμε στην οικονομία είναι η εγγύηση ότι η προσπάθεια αυτή θα συνεχιστεί».