Η πάγια θέση του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου της Αθήνας, είναι ότι επιθυμούν όλοι την πάταξη της φοροδιαφυγής. Πρωτίστως, γιατί τα μεγαλύτερα θύματά της, είναι οι υγιείς μικρές επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι.
Άλλωστε, σημειώνουν, ότι χωρίς εξαίρεση, φορολογούνται από μηδέν εισόδημα, με το τέλος επιτηδεύματος, που αντιστοιχεί σε εισόδημα 14.500 ευρώ, για ένα μισθωτό.
Με έμφαση τονίζουν, ότι δεν είναι όλες οι μικρές επιχειρήσεις φοροκλέφτες – όπως δεν είναι και όλες οι μεγάλες – και κάθε τέτοιος γενικός χαρακτηρισμός, του τύπου «καλός εργαζόμενος-κακός επαγγελματίας και επιχειρηματίας», ενέχει τον κίνδυνο κοινωνικής αδικίας, στοχοποίησης και αντιπαλότητας.
To B.E.A έχει δημοσίως τοποθετηθεί, επί σειρά ετών, ότι όσο δεν ελέγχονται οι παράνομοι «επαγγελματίες», τόσο προκαλείται αθέμιτος ανταγωνισμός. Ζητά, τη νομότυπη και σε οργανωμένο πλαίσιο άσκηση της επιχειρηματικότητας, με αδειοδοτημένους και πιστοποιημένους επαγγελματίες, προς την κατεύθυνση μάλιστα αυτή, έχει προβεί σε δράσεις και παρεμβάσεις προς την Πολιτεία.
Από την άλλη πλευρά ωστόσο, πρέπει και η Κυβέρνηση – στην προσπάθειά της όπως δηλώνει, να «προχωρήσει με πνεύμα δικαιοσύνης και κοινής λογικής στην εφαρμογή ενός νέου, δίκαιου συστήματος φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών στο πνεύμα αντίστοιχων ρυθμίσεων που ισχύουν σε προηγμένες χώρες της ΕΕ», να ελέγξει με σοβαρά μέτρα και δικλείδες ασφαλείας, την φοροδιαφυγή εκατομμυρίων, από μεγάλες επιχειρήσεις, ενδοομιλικές συναλλαγές και γενικά την ασυδοσία των ανεξέλεγκτων αγορών.
Ανατρέχοντας στην ίδια την Ε.Ε., υπάρχει αναφορά στην Έκθεση σχετικά με το οικονομικό έγκλημα, τη φοροδιαφυγή και τη φοροαποφυγή (Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26ης Μαρτίου 2019 / (2018/2121(INI)) - P8_TA-PROV(2019)0240), που τονίζεται ότι: «οι πρόσφατες εξελίξεις στη φορολογία και την είσπραξη φόρων, οι οποίες έχουν μετατοπίσει τη φορολογική επίπτωση από τον πλούτο στο εισόδημα, από το εισόδημα κεφαλαίου στο εισόδημα από εργασία και κατανάλωση, από τις πολυεθνικές επιχειρήσεις στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) και από τον χρηματοπιστωτικό τομέα στην πραγματική οικονομία, είχαν δυσανάλογο αντίκτυπο στις γυναίκες και τα άτομα χαμηλού εισοδήματος, τα οποία συνήθως βασίζονται περισσότερο στο εισόδημα από την εργασία και δαπανούν μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους στην κατανάλωση», καθώς και ότι «υπάρχουν υψηλότερα ποσοστά φοροδιαφυγής μεταξύ των πλουσιότερων, καλεί δε την Επιτροπή, να «εξετάσει τον αντίκτυπο στην κοινωνική ανάπτυξη».
Με δήλωσή του, ο πρόεδρος του Β.Ε.Α Παύλος Ραβάνης, εκφράζοντας τη θέση του επί των ρυθμίσεων του νομοσχεδίου, δηλώνει:
«Χρειάζεται να προστατευτεί η κοινωνική ισορροπία, να υπάρχουν πραγματικά ίσες ευκαιρίες στην άσκηση της επιχειρηματικότητας. Ζητάμε να υπάρχει σεβασμός στον ελεύθερο επαγγελματία και την οικογενειακή επιχείρηση, που αποτελεί την πλειοψηφία στη Χώρα. Να απαιτήσουμε όλοι, να επιβαρύνονται με αυτό που τους αναλογεί οι πραγματικά «έχοντες» και όσοι αισχροκερδούν. Να προστατευτεί τελικά και ο μικρομεσαίος επαγγελματίας και επιχειρηματίας, που πλήττεται επί σειρά ετών κρίσης, σε βαθμό επιβίωσης, από την ανεξέλεγκτη ακρίβεια και από αθέμιτες τακτικές μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων».