Από το μονόχορδο του Πυθαγόρα και την αρχαία ελληνική μουσική μέχρι τους βυζαντινούς τρόπους, από την πολυφωνητικότητα των λαών της Αφρικής μέχρι τις αραβικές κλίμακες, από τη μουσική του Μεσαίωνα μέχρι τη σύγχρονη συγκερασμένη κλίμακα, όλα περνούν μέσα από τη σχέση του δίπολου ορθολογικότητα-ανορθολογικότητα, μια σχέση που διατρέχει την τέχνη της μουσικής διιστορικά.
Ο Μαξ Βέμπερ, ένας από τους πιο καινοτόμους στοχαστές του 20ού αιώνα, αναλυτής των κοινωνιών, των οικονομικών σχέ¬σεων και της θρησκείας, σ’ αυτή τη λιγότερο γνωστή μελέτη του ανατέμνει με ακρίβεια τη μουσική ως φαινόμενο και ως ανθρώπινη κατασκευή κομβικής σημασίας για την εξέλιξη του πολιτισμού και εν τέλει του Ανθρώπου.
Ο Γερµανός στοχαστής Μαξ Βέµπερ (Ερφούρτη, 1864 – Μόναχο, 1920) θεωρείται από τις σηµαντικότερες µορφές της επιστήµης της κοινωνιολογίας. Έχοντας σπουδάσει νοµικά, ιστορία, οικονοµικά και φιλοσοφία στα πανεπιστήµια της Χαϊδελβέργης και του Βερολίνου, ο Βέµπερ στράφηκε στην ακαδηµαϊκή σταδιοδροµία, αναλαµβάνοντας το 1895 την τακτική έδρα οικονοµικής επιστήµης στο Πανεπιστήµιο του Φράιµπουργκ. Στις αρχές του 20ού αιώνα ο Βέµπερ καταπιάστηκε µε διάφορα σύνθετα µεθοδολογικά ζητήµατα, καθώς και µε διεξοδικές µελέτες θρησκευτικής κοινωνιολογίας, από τις οποίες προέκυψε και το γνωστότερο ίσως έργο του (Η προτεσταντική ηθική και το πνεύµα του καπιταλισµού, 1905). Στη δεκαετία πριν τον Α΄ Παγκόσµιο πόλεµο ο Βέµπερ συµµετείχε σε οξείες πολιτικές αντιπαραθέσεις όσον αφορά την πορεία του γερµανικού κράτους. Παράλληλα είχε αναλάβει, από το 1909, την επιµέλεια του συλλογικού έργου Βασικό σχέδιο της κοινωνικής οικονοµικής, για το οποίο συνέταξε το θεµελιώδες εννοιολογικό πλαίσιο της τότε «νεαρής» κοινωνιολογικής επιστήµης.