Το Eteron - Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή εγκαινιάζει σήμερα ένα νέο project, με τίτλο «Mind the Roof», το οποίο αποτελεί το σημείο συνάντησης των δύο προηγούμενων projects του Ινστιτούτου, «Ενοίκια στα Ύψη» και «Κλιματική κρίση και εκλογές». Στόχος του είναι να εξετάσει κατά πόσο οι αλλαγές που συντελούνται στον κλάδο της κατοικίας, ως αποτέλεσμα των πολιτικών και των χρηματοδοτήσεων για τη συγκράτηση της κλιματικής κρίσης, είναι δίκαιες ή όχι.
Στο πλαίσιο αυτό, δημοσιεύουμε στα ελληνικά την έκθεση της FEANTSA (Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Εθνικών Οργανώσεων για την εξάλειψη της αστεγίας), με τίτλο «Κύμα Ανακαινίσεων: επιπτώσεις και προκλήσεις για την κατοικία στην Ελλάδα», η οποία αποτελεί την πρώτη μελέτη που αξιολογεί τα προγράμματα ανακαίνισης και ενεργειακής αναβάθμισης κατοικιών, κυρίως από κοινωνική σκοπιά. Παράλληλα, ο συντονιστής του νέου project του Eteron, Άλκης Καφετζής, συζητά με τους συγγραφείς της μελέτης, Μερίτς Όζγκουνες και Νίκο Βράντση, θέτοντας κρίσιμα ερωτήματα για τον τρόπο που μπορεί να βελτιωθεί η σημερινή - προβληματική - κατάσταση, ενώ σε δική του ανάλυση, με τίτλο «Κλίμα + Κατοικία = ? Αναζητώντας την ανθεκτικότητα στην εποχή των πολλαπλών κρίσεων», προχωρά σε μια ανασκόπηση της ελληνικής και της διεθνούς βιβλιογραφίας, αναδεικνύοντας τον τρόπο με τον οποίο οι συντελούμενες αλλαγές μας αφορούν όλες και όλους.
Είτε πρόκειται για τις καιρικές συνθήκες που αλλάζουν, είτε για τις επενδύσεις που γίνονται σε όλους τους κλάδους της οικονομίας, είτε για τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο και τις επακόλουθες πολιτικές, όλα συνηγορούν στο ότι ζούμε μια εποχή μεγάλων μεταβάσεων. Ωστόσο, πέραν της προτεραιότητας για ραγδαία μείωση των εκπομπών του αερίου του θερμοκηπίου (ΑτΘ), ο Άλκης Καφετζής επισημαίνει ότι δημιουργούνται όλο και περισσότερες ανησυχίες για το κατά πόσο αυτές οι μεταβάσεις θα είναι δίκαιες. Και η κατοικία, λόγω της σημασίας της για τα οικονομικά των νοικοκυριών στην Ελλάδα και του όγκου των παρεμβάσεων που προγραμματίζονται τα επόμενα χρόνια, βρίσκεται στο επίκεντρο αυτών των αλλαγών.
Πόσο αναμένεται να ενταθούν οι ρυθμοί και η έκταση αυτών των πολιτικών τα επόμενα χρόνια; Τι αποκομίζουμε από τα προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης κατοικιών, όπως αυτά διαμορφώνονται έως τώρα; Θα αποτελέσουν ή όχι μια πραγματική ευκαιρία για άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και βελτίωση της ποιότητας ζωής του μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας που βρίσκεται σε δεινή θέση, μετά και από την οικονομική κρίση; Αυτά είναι μερικά μόνο από τα ερωτήματα, στα οποία επιχειρεί να δώσει απαντήσεις το νέο project του Eteron.
Ακολουθούν τα κυριότερα σημεία της ανάλυσης:
- Το προσχέδιο της αναθεωρημένης έκδοσης του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), ορίζει ότι θα πρέπει μέχρι το 2030 οι εκπομπές ΑτΘ να έχουν μειωθεί κατά 54% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, το 2040 82% και το 2050 93%.
- Με το 85-95% των κατοικιών που υπάρχουν σήμερα να υπάρχουν ακόμη το 2050 και το 55,7% αυτών να έχουν κατασκευαστεί πριν το 1980, όταν ακόμα δεν είχε ξεκινήσει να εφαρμόζεται ο Κανονισμός Θερμομόνωσης Κτιρίων, οι δυνατότητες μείωσης των εκπομπών ΑτΘ στον οικιακό τομέα είναι ιδιαίτερα μεγάλες.
- Στην Ελλάδα το 18,7% του πληθυσμού δήλωσε το 2022 ότι αδυνατεί να διατηρήσει την κατοικία του επαρκώς ζεστή (μ.ο. Ε.Ε. 9,3%), με το πρόβλημα να υπερδιπλασιάζεται στα πιο φτωχά νοικοκυριά, όπου το 38,9% (μ.ο. Ε.Ε. 20,1%) των νοικοκυριών με εισόδημα μικρότερο από το 60% του διάμεσου, να δηλώνει ότι αντιμετωπίζει αυτό το πρόβλημα.
- Τα προβλήματα του ακριβού ρεύματος, της κακής κατάστασης σπιτιού και της ανεπαρκούς ψύξης/θέρμανσης εμφανίζονται με σημαντικά πιο μεγάλη ένταση στους ανθρώπους που πληρώνουν ενοίκιο μέχρι 450 ευρώ, συγκριτικά με όσους/όσες πληρώνουν ενοίκιο πάνω από 600.
- To ζήτημα της ενεργειακής φτώχειας δεν έχει να κάνει μόνο με το κόστος των ενεργειακών αναγκών ενός νοικοκυριού αλλά με ευρύτερα ζητήματα της ποιότητας ζωής τους, καθώς τα νοικοκυριά πολλές φορές περιορίζουν άλλες βασικές τους ανάγκες για να τα καταφέρουν, ζεσταίνοντας μόνο συγκεκριμένα σημεία του σπιτιού τους. Επιπλέον, ενδέχεται να προσαρμόζονται στις δύσκολες συνθήκες μαγειρεύοντας λιγότερο, χρησιμοποιώντας μορφές ενέργειας (καυσόξυλα, pellet, φιάλες υγραερίου) που έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον ή ακόμα με το να απενεργοποιούν μόνιμα εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούν ηλεκτρική ενέργεια.
- Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αναμένεται μια αναστροφή των αποτελεσμάτων των επιδοτήσεων που δόθηκαν την περίοδο 2022-2023 με στόχο την άμβλυνση του κόστους ενέργειας, με τον πληθωρισμό να εμφανίζει πιο έντονες πιέσεις την περίοδο 2024-2025.
- Την περίοδο 2011-2020, στόχος ήταν να αναβαθμιστούν ενεργειακά 270 χιλιάδες κατοικίες, ενώ τελικά φαίνεται να αναβαθμίστηκαν 103 χιλιάδες. Ο αριθμός ανεβαίνει στις 140 χιλιάδες, αν συμπεριλάβουμε τα στοιχεία και για το 2021. Επομένως, τα προγράμματα της περιόδου 2011-2021 έπιασαν κατά 50% τον ποσοτικό στόχο που είχε τεθεί.
- Με την Ελλάδα να έχει 4,6 εκατομμύρια κτίρια κατοικιών, για να πιάσουμε τον στόχο ενός κτιριακού αποθέματος που θα έχει μηδενικές εκπομπές ΑτΘ μέχρι το 2050, θα πρέπει να αναβαθμίζονται ενεργειακά 120.000-150.000 κατοικίες ανά έτος.
- Μελέτη της Ε.Ε. δείχνει ότι την περίοδο 2012-2016, στο σύνολο των ενεργειακών αναβαθμίσεων κατοικιών που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα, το 60% ήταν πολύ ελαφριές/κάτω του ορίου, το 27% ήταν ελαφριές, το 13% μέτριες και το 2% βαθιές/ριζικές. Τα αντίστοιχα ποσοστά για το σύνολο της Ε.Ε. ήταν: 43%, 32%, 22% και 3%.
- Για να καταφέρει ο κλάδος της κατοικίας να συνεισφέρει αποτελεσματικά στην ανάσχεση των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης, οι εκπομπές του θα πρέπει να μειωθούν κατά 60% μέχρι το 2030, συγκριτικά με τα επίπεδα του 2015. Ως εκ τούτου, οι ριζικές ανακαινίσεις θα πρέπει να φτάσουν στο 3% του οικιστικού αποθέματος ανά έτος, το δυνατόν πιο γρήγορα, ώστε μέχρι το 2030, το 70% των αναβαθμίσεων να είναι αυτού του τύπου, με το υπόλοιπο 30% να είναι μέτριου τύπου.
- Οι στόχοι που τίθενται στο προσχέδιο του αναθεωρημένου ΕΣΕΚ, είναι αρκετά πιο συγκρατημένοι σε σχέση με τις παραπάνω στοχοθεσίες, καθώς οι ρυθμοί ανακαίνισης ανά έτος προσδιορίζονται στο 1-1,7% του συνολικού κτιριακού αποθέματος, χωρίς να προσδιορίζεται το είδος της ανακαίνισης.
- Στην Ελλάδα, η αξία της κατοικίας υπολογίζεται ότι αντιστοιχεί στο 70% όλων των περιουσιακών στοιχείων στη χώρα, ενώ η αξία των ακινήτων αποτελεί το 82% της περιουσίας του μέσου νοικοκυριού.
- Όλες οι ομάδες του πληθυσμού βίωσαν μια τεράστια απώλεια στεγαστικής περιουσίας εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Ωστόσο, το 2017 το φτωχότερο 50% του πληθυσμού διέθετε πρώτη κατοικία αξίας μόλις 8,4 χιλιάδων ευρώ κατά μέσο όρο, ενώ το πλουσιότερο 10% διέθετε πρώτη κατοικίας αξίας 150-270 χιλιάδων (το πλουσιότερο 10% είναι και το μόνο που συνέχιζε το 2017 να διαθέτει ουσιαστικά επιπλέον ακίνητα). Πρόκειται όμως για δεδομένα που χρειάζονται προσοχή στην ερμηνεία τους καθώς η αγορά τα τελευταία 6 χρόνια έχει αλλάξει ριζικά.
- Στη μελέτη της FEANTSA, με βάση ένα δείγμα 450 κατοικιών στη Θεσσαλονίκη, οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι προς πώληση κατοικίες που έχουν ανακαινιστεί ενεργειακά, έχουν κατά 35% υψηλότερη τιμή πώλησης από τις μη ανακαινισμένες. Αντίθετα, στις 225 κατοικίες προς ενοικίαση, δεν βρήκαν καμία διαφορά στην τιμή ενοικίασης μεταξύ ανακαινισμένων και μη ανακαινισμένων κατοικιών, σημειώνοντας όμως ότι αυτό ενδεχομένως οφείλεται στις μεγάλες αυξήσεις που, έτσι κι αλλιώς, παρατηρούνται στην αγορά μακροχρόνιων μισθώσεων. Πάντως, δεν μπορεί να αποκλειστεί η περίπτωση ότι αυτές οι ανακαινίσεις επηρεάζουν την αγορά ενοικίασης έμμεσα, καθώς ακίνητα που θα έμπαιναν προς ενοικίαση, τώρα ανακαινίζονται ενεργειακά με σκοπό να πωληθούν.
- Συγκρίνοντας τις τιμές ενοικίασης του 2021 με εκείνες του 2023, διαπιστώνεται ότι οι αυξήσεις συνεχίζονται με μεγάλη ένταση, καθώς τα ενοίκια στο κέντρο της Αθήνας αυξήθηκαν μέσα σε δύο χρόνια 18%, στον Δήμο Θεσσαλονίκης 16%, στον Βόλο 33%, στην Κέρκυρα 26%, στην Καβάλα 11% και στην Πάτρα 15%.
- Τα προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως μια σπουδαία ευκαιρία για ουσιαστική παρέμβαση στο οικιστικό απόθεμα, προστατεύοντας τα μεγάλα τμήματα του πληθυσμού που είναι εκτεθειμένα στα προβλήματα της ενεργειακής φτώχειας και της στεγαστικής επισφάλειας.
- Δεδομένης της παντελούς έλλειψης ενός ρυθμιστικού πλαισίου και κοινωνικών κριτηρίων για την αξιολόγηση του αποτελέσματος, υπάρχει σημαντικό ενδεχόμενο το κύμα ανακαινίσεων να έχει εντελώς αντίθετη έκβαση, ενισχύοντας τις ήδη τεράστιες πιέσεις που βιώνει μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας. Ο κίνδυνος σε μια τέτοια περίπτωση είναι διπλός. Από τη μία, οι συνθήκες διαβίωσης σημαντικού μεριδίου του κόσμου θα συνεχίσουν να επιδεινώνονται, βαθαίνοντας τα ρήγματα εντός της ελληνικής κοινωνίας που πλέον θα αντιμετωπίζει όλο και πιο εχθρικά τις προτεινόμενες κλιματικές πολιτικές. Από την άλλη, οι κλιματικές πολιτικές, μην καταφέρνοντας να πείσουν την κοινωνία, δεν θα μπορέσουν να συγκρατήσουν την αύξηση της θερμοκρασίας, εντείνοντας κατά αυτόν τον τρόπο συνθήκες που έχουν ολοένα και μεγαλύτερες επιπτώσεις στη ζωή, πρωτίστως των ανθρώπων που άφησαν απ’ έξω.