Στην πυρίκαυστη ζώνη της Θεσσαλονίκης, δηλαδή στην περιοχή του κέντρου που κάηκε το 1917, επέλεγαν να χτίζουν ακίνητα για εμπορική χρήση οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης οι οποίοι, στην πλειονότητά τους, προτιμούσαν να μένουν με τις οικογένειές τους σε περιοχές λίγο πιο μακριά, όπως στη Συνοικία των Εξοχών, στην οδό Βασιλίσσης Όλγας.
Τη χωροταξία και τη διαχρονική μεταβολή των χρήσεων γης στις θέσεις των ιστορικών εβραϊκών ακινήτων εντός της πυρίκαυστης ζώνης Θεσσαλονίκης, διερευνά η υποψήφια μεταδιδάκτορας, Δρ. Μηχανικός Χωροταξίας και Ανάπτυξης ΑΠΘ Αγάπη Ξιφιλίδου, η οποία παρουσίασε στοιχεία της μελέτης της στο 1ο Επιστημονικό Συνέδριο Χωρικού Σχεδιασμού και Ανάπτυξης, που ολοκληρώνεται σήμερα στη Θεσσαλονίκη από το Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου.
Μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1917 και την ανοικοδόμηση της πόλης, η χωρική κατανομή του εβραϊκού κτιριακού αποθέματος αλλάζει σε μεγάλο βαθμό σε σχέση με παλαιότερα, με τη μετακίνηση πολλών κατοίκων σε νέες περιοχές της Θεσσαλονίκης. Η εβραϊκή κοινότητα στη Θεσσαλονίκη, κατά τη δεκαετία του 1920, είχε έντονη παρουσία σε διάφορες περιοχές της πόλης. Το εβραϊκό κτιριακό απόθεμα ήταν κυρίως συγκεντρωμένο στο κέντρο της πόλης και σε ορισμένες γειτονιές, όπως η Εβραϊκή Συνοικία, καθώς η εμπορική δραστηριότητα της εβραϊκής κοινότητας ήταν έντονη.
«Με την εργασία μου επιχειρώ να χαρτογραφήσω τις θέσεις του εβραϊκού κτιριακού αποθέματος της περιόδου 1922-1930 ώστε, αφενός, να αναγνωριστεί η παρουσία της εβραϊκής κοινότητας εντός του πολεοδομικού ιστού της πυρίκαυστης ζώνης Θεσσαλονίκης, και αφετέρου, να αξιολογηθεί η μεταβολή των χρήσεων γης στις θέσεις των εβραϊκών ακινήτων» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Ξιφιλίδου.
Όπως προέκυψε μέσα από το αρχείο της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης, απ' όπου άντλησε τα στοιχεία η ερευνήτρια, στο μεγαλύτερο ποσοστό των ακινήτων, οι οικοδομικές άδειες αφορούσαν σε εμπόριο και γραφεία. «Δηλαδή, οι άδειες έβγαιναν για εμπόριο στο ισόγειο και για γραφεία από πάνω. Και ενώ θα περίμενε κανείς ότι πιθανά εκεί που εργάζονταν θα είχαν και τις κατοικίες τους, αυτό δεν συνέβη καθώς επέλεγαν να μείνουν σε άλλες περιοχές, για παράδειγμα στη Συνοικία των Εξοχών» αναφέρει η κ. Ξιφιλίδου προσθέτοντας ότι είχαν πολύ καλή αντίληψη της εμπορικότητας της περιοχής και ήθελαν να είναι το κέντρο εκεί όπου δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά. Στις διαπιστώσεις της κ. Ξιφιλίδου συγκαταλέγεται μάλιστα και το γεγονός ότι υπήρχε ένα τεράστιο ποσοστό μηχανικών που αναλάμβανε να χτίσει τα εβραϊκά ακίνητα, είτε αυτοτελώς, είτε σε συνεργασία με ξένους μηχανικούς.
«Συμπερασματικά, τα υφιστάμενα διατηρητέα κτίρια και τα οικόπεδα ή ακόμη και οικοδομικά τετράγωνα εντός των οποίων υφίστανται διατηρητέα ή νεότερα κτίρια εντός της πυρίκαυστης ζώνης, έχουν αξιοποιηθεί με ποικίλους τρόπους, διατηρώντας την υπεραξία τους, ανεξάρτητα από τη μεταβολή των χρήσεων γης. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει τη σημαντικότητα των θέσεων των εβραϊκών ακινήτων, ως προς την εμπορικότητα, την προβολή και την προσβασιμότητα, πιθανώς διαμορφώνοντας νέες πιέσεις για μεταβολές των χρήσεων γης, οι οποίες αποτυπώνονται στο γενικό πολεοδομικό σχέδιο Θεσσαλονίκης του 1993 και του 2024» καταλήγει η έρευνα.
Σύμφωνα με την κ. Ξιφιλίδου, όλες οι χρήσεις των περιόδων μελέτης (1922-1930, 1993 με το νέο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΓΠΣ) και με το πρόσφατο ΓΠΣ του 2024) ανήκουν στις «κεντρικές λειτουργίες πόλης», γεγονός που αποδεικνύει πως η πυρίκαυστη ζώνη διαχρονικά λαμβάνονταν υπόψη ως το εμπορικό και επιχειρηματικό κέντρο της πόλης.
Οι αξίες των ακινήτων εντός της πυρίκαυστης ζώνης ήταν και παραμένει υψηλή, με την εμπορικότητα να παραμένει αμετάβλητη παρά την εξέλιξη των χρήσεων που έδωσαν τη «σκυτάλη» από εμπορική χρήση σε χώρους διασκέδασης και εστίασης.