Πολύ υψηλό επίπεδο θερμής επιβάρυνσης καταγράφεται την τρέχουσα εβδομάδα σε πολλές περιοχές της Ελλάδας λόγω των παρατεταμένων υψηλών θερμοκρασιών που επικρατούν σε όλη τη χώρα. Όπως αναφέρει το meteo.gr/ ΕΑΑ η επικράτηση πολύ υψηλών θερμοκρασιών συνεχόμενες ημέρες συμβάλλει στη διατήρηση της θερμής επιβάρυνσης και της σχετικής επικινδυνότητας για την ανθρώπινη υγεία σε υψηλά επίπεδα.
Οι επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου μιας και οι υψηλές θερμοκρασίες αναμένεται να διατηρηθούν μέχρι και το τέλος της επόμενης εβδομάδας, δηλαδή μέχρι την Παρασκευή 19 Ιουλίου, σύμφωνα με το Έκτακτο Δελτίο Επιδείνωσης Καιρού (ΕΔΕΚ) που έχει εκδοθεί από την Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία. Παράλληλα, όπως επισημαίνει η ΕΜΥ προβλέπονται συνθήκες υψηλής θερμικής καταπόνησης λόγω των επικείμενων θερμοκρασιών, στις περισσότερες ηπειρωτικές περιοχές της χώρας.
Όπως εξηγεί στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η διευθύντρια Ερευνών στο Ινστιτούτο Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών Δήμητρα Φουντά, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, τον World Health Organization,( WHO) από το 2000 μέχρι το 2019 καταγράφηκαν περίπου 489.000 θάνατοι ανά έτος που σχετίζονται με τη ζέστη, ενώ ανάμεσα στο 2000 και το 2016, σύμφωνα με μια άλλη μελέτη, ο αριθμός των ανθρώπων οι οποίοι εκτίθενται σε συνθήκες ακραίας ζέστης και καυσώνων αυξήθηκε περίπου κατά 125 εκατομμύρια. «Τις επόμενες δεκαετίες, περίπου το 30% του πληθυσμού του παγκόσμιου θα είναι εκτεθειμένο σε συνθήκες ακραίας ζέστης», τονίζει.
Ιδιαίτερα επιβαρυμένα τα μεγάλα αστικά κέντρα - Ανησυχητικές οι νυχτερινές θερμοκρασίες
Ιδιαίτερα επιβαρυμένα είναι τα μεγάλα αστικά κέντρα, καθώς εκτός από τις ήδη γνωστές επιπτώσεις λόγω παγκόσμιας θέρμανσης υπάρχει και το επιβαρυντικό στοιχείο του φαινομένου της αστικής θερμικής νησίδας.
«Περιοχές που είναι πάρα πολύ πυκνά δομημένες όπως είναι πχ τα Πατήσια ή το Παγκράτι, έχουν μεγαλύτερη επιβάρυνση και κατά τη διάρκεια της ημέρας και κατά τη διάρκεια της νύχτας. Αλλά εξαρτάται πάρα πολύ και από τις υπόλοιπες συνθήκες, τις μετεωρολογικές», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Φουντά, προσθέτοντας ότι η πυκνή δόμηση αλλά και η ανθρωπογενής δραστηριότητα συντελούν στην περαιτέρω επιβάρυνση κάποιων αστικών περιοχών.
Όπως εξηγεί η κ. Φουντά όταν ο ανθρώπινος οργανισμός βρεθεί σε κάποιο περιβάλλον που είναι επιβαρυμένο θερμικά, τότε οι διάφοροι μηχανισμοί δεν είναι επαρκείς για να διατηρηθεί η ισορροπία ανάμεσα στη θερμότητα που παράγεται και σε αυτήν που αποβάλλεται από το ανθρώπινο σώμα, με αποτέλεσμα από την κατάσταση θερμικής ισορροπίας να έρχεται σε μία κατάσταση θερμικής καταπόνησης. «Αυτό που χρειάζεται είναι να υπάρχει μια εξισορρόπηση ανάμεσα στην ενέργεια, στη θερμότητα που παράγει το ανθρώπινο σώμα, και σε αυτήν που χάνει, που αποβάλλει. Όταν είναι τέτοιες οι εξωτερικές συνθήκες που επιτρέπουν αυτή τη διατήρηση, η θερμοκρασία του σώματος διατηρείται σε ένα στενό φάσμα γύρω στους 37 βαθμούς και τότε ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια κατάσταση θερμικής άνεσης, σε μια ουδέτερη ζώνη δηλαδή ή μια ζώνη θερμικής άνεσης. Αλλά όταν ο ανθρώπινος οργανισμός βρεθεί σε κάποιο περιβάλλον που είναι επιβαρυμένο θερμικά, τότε οι διάφοροι μηχανισμοί δεν είναι επαρκείς για να διατηρηθεί αυτή η ισορροπία ανάμεσα σε αυτό που προσλαμβάνει και αυτό που αποβάλλει. Από κατάσταση θερμικής ισορροπίας ερχόμαστε σε μια κατάσταση θερμικής καταπόνησης. Αν είμαστε εκτεθειμένοι σε ένα θερμό περιβάλλον έχουμε θερμικό στρες ενώ όταν είμαστε σε ένα κρύο περιβάλλον έχουμε ψυχρό στρες», υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Φουντά ωστόσο προσθέτει ότι χρειάζεται να εξετάζουμε πιο διευρυμένους και ολοκληρωμένους δείκτες όπως είναι οι βιοκλιματικοί ή θερμικοί δείκτες. Αυτοί οι δείκτες, σύμφωνα με την κ. Φουντά, δεν παίρνουν υπόψη τους μόνο τη θερμοκρασία αλλά και άλλα στοιχεία μετεωρολογικά του περιβάλλοντος όπως είναι η υγρασία, η ταχύτητα του ανέμου και η θερμική ακτινοβολία, καθώς παίζουν πάρα πολύ σημαντικό ρόλο στο αίσθημα της θερμικής άνεσης ή της δυσφορίας.
Αυτό ωστόσο που δημιουργεί ανησυχία στους επιστήμονες είναι οι θερμοκρασίες που καταγράφονται κατά τις νυχτερινές ώρες. «Πρέπει να χτυπήσει καμπανάκι για το τι συμβαίνει τη νύχτα, για τις νυχτερινές θερμοκρασίες. Διαβάζοντας πριν λίγες μέρες μία μελέτη για τη Γερμανία στην οποία αναλύθηκαν δεδομένα των τελευταίων 15 ετών, οι ερευνητές διαπίστωσαν αυξημένο αριθμό στα εγκεφαλικά επεισόδια λόγω υψηλών νυχτερινών θερμοκρασιών. Οι επιπτώσεις στον ανθρώπινο οργανισμό δεν έχουν μελετηθεί όπως πρέπει. Χρειάζεται μελέτη πολλών ετών για να δούμε ακριβώς πώς εξελίσσονται και ποιες είναι οι επιπτώσεις τους στον ανθρώπινο οργανισμό. Οι επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία από τις υψηλές θερμοκρασίες ή από τους καύσωνες, δεν είναι τόσο άμεσα μετρήσιμες πάντα κι ίσως έχουν λίγο υποτιμηθεί», σημειώνει η κ. Φουντά.
Σύμφωνα με την κ. Φουντά οι αστικές περιοχές είναι πιο πολύ επιβαρυμένες κυρίως κατά τη διάρκεια της νύχτας, περίοδος όπου αποβάλλεται η θερμότητα που έχει προσληφθεί από τον ανθρώπινο οργανισμό κατά τη διάρκεια της ημέρας. Όμως, όπως επισημαίνει, όταν επικρατεί ένα ακραίο φαινόμενο όπως είναι ένας καύσωνας ακόμα και σε περιοχές που δεν είναι αστικές, κατά τη διάρκεια της μέρας σημειώνονται πάρα πολύ υψηλές θερμοκρασίες. «Μερικές φορές στις πόλεις, επειδή είναι ψηλά τα κτήρια ένας άνθρωπος ο οποίος κυκλοφορεί έξω μπορεί να βρει καταφύγιο κάπου στη σκιά πιο εύκολα σε σχέση με έναν άνθρωπο ο οποίος κινείται στην εξοχή. Το καλό των μη αστικών περιοχών και των αγροτικών περιοχών είναι ότι κατά κανόνα η θερμοκρασία πέφτει αρκετά κατά τις νυχτερινές ώρες. Οπότε δίνει χρόνο και τρόπο στο ανθρώπινο σώμα να συνέλθει και να ανακάμψει από το θερμικό στρες με το οποίο έχει επιφορτιστεί ι κατά τη διάρκεια της μέρας. Αυτό είναι το καλό των μη αστικών περιοχών, κάτι που δεν ισχύει κατά κανόνα στις πόλεις. Πρόσφατα κάναμε και κάποια έρευνα, (στο πλαίσιο του προγράμματος "Κλιματική αλλαγή, Υγεία και Ενέργεια: Επιπτώσεις και αλληλεπιδράσεις - ENACT" που χρηματοδοτείται από το Πράσινο Ταμείο), που αφορούσε τη συχνότητα εμφάνισης "σύνθετων" (compound) θερμών ημερών ή σύνθετων καυσώνων σε μεγάλες αστικές περιοχές της Ελλάδας, που είναι φαινόμενα, στα οποία καταγράφεται ταυτόχρονα πολύ υψηλή θερμοκρασία κατά τη διάρκεια της ημέρας αλλά και της νύχτας. Αυτά τα φαινόμενα τα οποία είναι τα πιο επικίνδυνα, βρέθηκε ότι παρουσιάζουν σημαντική αύξηση από το 2000 και μετά», υπογραμμίζει.
Παράλληλα η κ. Φουντά εξηγεί ότι οι θερμοκρασίες που επικρατούν στο Λεκανοπέδιο εξαρτώνται πολύ και από το ανεμολογικό πεδίο. Η αύρα προκαλεί δροσισμό στις παραθαλάσσιες περιοχές, αλλά σε συνδυασμό με υψηλότερα ποσοστά υγρασίας μπορούν να προκαλέσουν περισσότερη θερμή επιβάρυνση.
«Υπάρχουν και άλλα τοπικά φαινόμενα, όπως είναι οι θερμοί καταβατικοί άνεμοι, που μπορούν να ανεβάσουν σημαντικά τη θερμοκρασία σε προάστια που βρίσκονται στους πρόποδες των βουνών (πχ Βόρεια ή Ανατολικά προάστια)».
«Χρειάζονται μέτρα για να μειωθεί το φαινόμενο της αστικής νησίδας και ενέργειες για να βοηθηθούν οι ευάλωτες κοινωνικά ομάδες»
Σύμφωνα με την κ. Φουντά θα πρέπει να υπάρξουν ακόμη περισσότερα μέτρα και ενέργειες που θα στοχεύουν στη μείωση του φαινομένου της αστικής θερμικής νησίδας. Αυτό όπως εξηγεί μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους όπως με τη χρήση συγκεκριμένων υλικών για τις κατασκευές αλλά και με περισσότερους χώρους πρασίνου.
Παράλληλα, όπως τονίζει, ο κίνδυνος από την θερμή επιβάρυνση και καταπόνηση έχει λίγο υποτιμηθεί. «Όλοι πλέον έχουμε την εύκολη λύση ότι βάζω το κλιματιστικό μου και νιώθω κάπως καλύτερα. Εδώ δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος, γιατί με τη χρήση των κλιματιστικών πάλι αυξάνεις το ενεργειακό σου αποτύπωμα. Από την άλλη υπάρχουν ευάλωτες κοινωνικά ομάδες,(πχ χαμηλού εισοδήματος, ηλικιωμένοι κά) που δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο από τις υψηλές θερμοκρασίες (πχ έλλειψη ή μειωμένη χρήση κλιματιστικού για οικονομικούς λόγους, στέγαση σε παλαιά κτίρια, κτίρια χωρίς μόνωση, μη επαρκής ενημέρωση κά). Χρειάζεται να το δούμε και κοινωνικά το θέμα. Πρέπει να δούμε πάρα πολλές παραμέτρους. Χρειάζεται να υπάρξουν ενέργειες και παρεμβάσεις από την πολιτεία και τις τοπικές αρχές για να αντιμετωπιστεί το σοβαρό αυτό κοινωνικό θέμα», σημειώνει η κ. Φουντά.
«Θα είναι ένα πολύ θερμό καλοκαίρι. Καταρρίπτονται το ένα μετά το άλλο τα ρεκόρ»
Το ένα μετά το άλλο καταρρίπτονται τα ρεκόρ σχετικά με τις θετικές αποκλίσεις των θερμοκρασιών που σημειώνονται στην Ελλάδα σε σχέση με τις μέσες κλιματικές τιμές. Ήδη μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2024, με εξαίρεση τον Μάιο, οι υπόλοιποι μήνες καταγράφουν τιμές πάνω από τα κανονικά για την εποχή επίπεδα.
Σύμφωνα μάλιστα με το δίκτυο 53 μετεωρολογικών σταθμών του meteo.gr του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ) που λειτουργούν ανελλιπώς από το 2010 μέχρι σήμερα, τον φετινό Ιούνιο η μέση τιμή των μεγίστων ημερήσιων θερμοκρασιών κυμάνθηκε σε ακραία υψηλά επίπεδα στο σύνολο της χώρας, σε σχέση με τον μέσο όρο της περιόδου 2010-2019. Μάλιστα ο φετινός Ιούνιος, σύμφωνα με το meteo.gr του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών ήταν ο πιο θερμός Ιούνιος από το 2010 σε όλη την χώρα με πολύ μεγάλη διαφορά από τον δεύτερο.
«Το 2023, μπορούμε να πούμε με σιγουριά, ήταν το θερμότερο έτος όχι μόνο στην χώρα μας, αλλά παγκοσμίως. Συνεχίζουμε και το 2024. Το μοτίβο δεν έχει αλλάξει και είμαστε θεατές μιας κατάστασης όπου πραγματικά τα ρεκόρ καταρρίπτονται το ένα μετά το άλλο. Βιώσαμε έναν Απρίλιο που έμοιαζε με Ιούνιο, με απόκλιση σχεδόν πάνω από 5 βαθμούς σε σχέση με την μέση κανονική τιμή. Έναν Ιούνιο που ήταν πάλι θερμότερος περίπου 5 βαθμούς κατά μέσο όρο σε σχέση με την μέση κλιματική τιμή», επισημαίνει στο Αθηναϊκό- Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η διευθύντρια Ερευνών.
Μάλιστα σύμφωνα με τα κλιματικά, ιστορικά αρχεία του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών που χρονολογούνται από τα μέσα του 19ου αιώνα, η δεκαετία από το 2014 μέχρι το 2023 στην Ελλάδα ήταν κατά 1,7 βαθμούς θερμότερη σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, εξηγεί η κ. Φουντά και προσθέτει ότι σε παγκόσμια κλίμακα ήταν κατά 1,2 βαθμούς θερμότερη σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα. «Είναι σημαντικό αυτό το στοιχείο γιατί μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η αύξηση της θερμοκρασίας και οι ρυθμοί αύξησης είναι μεγαλύτεροι από τον παγκόσμιο μέσο όρο στην περιοχή μας, κάτι που ισχύει σχεδόν για όλη τη Μεσόγειο η οποία έχει χαρακτηριστεί σαν μια από τις πιο ευάλωτες περιοχές στην κλιματική αλλαγή σε ό,τι αφορά το θερμικό κίνδυνο», σημειώνει και προσθέτει ότι η περιοχή μας καταγράφει απόκλιση κατά 1,7 βαθμούς σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα όταν ο στόχος της συμφωνίας του Παρισιού είναι να μην υπερβεί η παγκόσμια θερμοκρασία τον 1,5 βαθμό προς το τέλος του αιώνα σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα.
Αναφορικά με το φετινό καλοκαίρι, όπως εξηγεί η κ. Φουντά σύμφωνα με τα μοντέλα μεσοπρόθεσμης πρόγνωσης φαίνεται ότι το καλοκαίρι ειδικά στην Ελλάδα θα είναι πολύ πάνω από τη μέση κανονική τιμή. «Θα είναι ένα πολύ θερμό καλοκαίρι, όπως δείχνουν τα μοντέλα μεσοπρόθεσμης πρόγνωσης. Πριν από μερικά χρόνια τα συγκεκριμένα μοντέλα, είχαν αρκετή αβεβαιότητα. Τα τελευταία χρόνια, όμως, έχουν βελτιωθεί πάρα πολύ και η πρόγνωση κατά κανόνα είναι σωστή τουλάχιστον σε ποσοστό 70-80%», υπογραμμίζει.