Τις κατηγορίες εναντίον της Ελλάδας σχετικά με τις μεταναστευτικές ροές απέρριψε ο αναπληρωτής υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής, Γιάννης Μουζάλας, σε δηλώσεις του στην ηλεκτρονική έκδοση του γερμανικού περιοδικού Spiegel.
Αναφερόμενος στις ελλείψεις που διαπιστώνονται στην πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν, ο κ. Μουζάλας ξεκαθάρισε ότι «ο κύριος υπεύθυνος δεν είναι η Ελλάδα». Όπως εξήγησε, «ζητήσαμε 1.800 υπαλλήλους της Frontex, όμως ήρθαν μόλις 800. Υπάρχει έλλειψη μεταφραστών. Χρήματα για νέες συσκευές λήψης δακτυλικών αποτυπωμάτων λάβαμε από την Ε.Ε. μόλις την περασμένη εβδομάδα».
Αναγνώρισε δε, τις ευθύνες της Ελλάδας για τις καθυστερήσεις στην κατασκευή των hot spots, σημειώνοντας ωστόσο, ότι «οι καθυστερήσεις είναι για πολλούς μια βολική δικαιολογία προκειμένου να μας επιτεθούν πολιτικά».
Όσον αφορά τις απειλές περί εξόδου από την ζώνη του Σένγκεν, έκανε λόγο για ανοησίες και υπογράμμισε ότι «τέτοιες απειλές δεν βοηθούν ούτε εμάς τους Έλληνες ούτε την Ευρώπη. Ό,τι κι αν συμβεί με τη Σένγκεν δεν θα έχει καμία επιρροή στη ροή προσφύγων».
Ο κ. Μουζάλας επέκρινε παράλληλα, και την πολιτική των κλειστών συνόρων που ακολουθούν ορισμένες χώρες, λέγοντας ότι «το κλείσιμο των συνόρων είναι σαν ντόμινο. Αρχίζει στη Σλοβενία, μετά ακολουθούν η Κροατία, η Σερβία. Στο τέλος έρχεται η ΠΓΔΜ και δεν φταίει σε τίποτα. Το καταδικάζω αυτό κυρίως για χώρες, όπως η Σλοβενία, οι οποίες δεν συμμετέχουν στη λύση του προβλήματος».
Σ’ αυτό το σημείο, ο αναπληρωτής υπουργός αναγνώρισε τη συνεισφορά της Γερμανίας στο μέτωπο της προσφυγικής κρίσης, χαρακτηρίζοντας «πραγματικό κίνδυνο» το ενδεχόμενο η χώρα να κλείσει κάποια στιγμή τα σύνορά της.
Όπως επισήμανε, «η Γερμανία έχει δεχθεί ήδη περισσότερους από 1,2 εκατ. ανθρώπους. Η Άγκελα Μέρκελ είναι υπό πίεση. Γι' αυτό φοβάμαι ότι τα γερμανικά σύνορα ενδέχεται να σφραγιστούν από ένα σημείο και έπειτα. Θέλουμε να το αποτρέψουν αυτό», υπογράμμισε ο Έλληνας αναπληρωτής υπουργός και κατέληξε:
«Η Γερμανία είναι αυτή τη στιγμή, η φωνή της λογικής στην Ευρώπη. Σ' αυτή την κρίση λαμβάνει υπόψη τόσο τους κινδύνους για την ασφάλεια όσο και τα ανθρώπινα δικαιώματα.»