Σε άρθρο του στην ισπανική εφημερίδα «La Razon», ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρης Παπαδημούλης υπογραμμίζει ότι η ελληνική κυβέρνηση «μάχεται» σε τρία μέτωπα, στην διαχείριση του τεράστιου προσφυγικού ρεύματος, στην εφαρμογή της συμφωνίας και στην προώθηση των μεταρρυθμίσεων.
Όπως αναφέρει στο άρθρο του ο κ. Παπαδημούλης:
«Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια κρίσιμη περίοδο. Από τη μία πλευρά η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να αντιμετωπίσει την προσφυγική κρίση, ενώ παράλληλα βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς για την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης.
Την ίδια στιγμή, η ελληνική κυβέρνηση προωθεί και εφαρμόζει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που αφορά κρίσιμα ζητήματα της δημόσιας ζωής όπως η ασφαλιστική μεταρρύθμιση, η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, το σύμφωνο συμβίωσης, το παράλληλο πρόγραμμα στην υγεία και την εργασία, η ανάπτυξη πολυμερούς διπλωματίας, όλα απαραίτητα για να βγει η χώρα από την κρίση και να αναβαθμιστεί παράλληλα ο γεωπολιτικός της ρόλος στην ευρύτερη περιοχή.
Η προσφυγική κρίση προσθέτει περισσότερη πίεση στη χώρα. Η Ελλάδα, μαζί με την Ιταλία, αποτελούν πύλες της ΕΕ αναγκαζόμενες να φέρουν το βάρος διαχείρισης των προσφυγικών ροών. Η ελληνική κυβέρνηση έχει δαπανήσει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ από τον κρατικό προϋπολογισμό σε μια περίοδο ιδιαίτερα δύσκολη δημοσιονομικά. Αναγνωρίζοντας αυτή την κατάσταση, τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα πρέπει να εξετάσουν την χαλάρωση των δημοσιονομικών όρων και τον μη συνυπολογισμό των κρατικών δαπανών για το προσφυγικό στο έλλειμμα προκειμένου η Ελλάδα να καταφέρει να ανταποκριθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στην υποδοχή και εγκατάσταση των προσφύγων.
Η αδυναμία συνεννόησης των κρατών-μελών της ΕΕ για το προσφυγικό, έφερε στο προσκήνιο την Τουρκία. Η συμφωνία που υπογράφθηκε τον Νοέμβριο του 2015 προέβλεπε και προβλέπει δύο βασικές δεσμεύσεις για τη γείτονα: την διάλυση των δικτύων παράνομων διακινητών και των περιορισμό των προσφυγικών ροών προς το Αιγαίο. Καμία από τις δεσμεύσεις αυτές δεν έχει τηρηθεί μέχρι τώρα, ενώ η Άγκυρα ζητά συνεχώς πρόσθετη οικονομική βοήθεια. Σαφώς και απαιτείται συνεργασία ΕΕ-Τουρκίας στο ζήτημα, ωστόσο όταν συγκρίνουμε τόσο την οικονομική όσο και την ευρύτερη υποστήριξη που έχει λάβει η Ελλάδα από τους ομολόγους της, τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά. Η ελληνική κυβέρνηση θα παραμείνει πιστή στις δεσμεύσεις για την ολοκλήρωση των hotspot, ωστόσο, επαναλαμβάνω, το κόστος είναι πολύ υψηλό.
Την ίδια στιγμή, η ελληνική ακτοφυλακή κάνει υποδειγματική δουλειά αναπτύσσοντας συνεχώς επιχειρήσεις διάσωσης. Να θυμίσουμε ότι το 2015 πάνω από 851,000 πρόσφυγες πέρασαν από το Αιγαίο και τα νησιά μας (στην Ιταλία 153,000 για την ίδια περίοδο), με το Λιμενικό Σώμα να προβαίνει σε 103,372 επιχειρήσεις διάσωσης. Ωστόσο, το πρόγραμμα μετεγκατάστασης προσφύγων δεν εφαρμόζεται, με την ΕΕ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αντί να πιέζουν τα κράτη-μέλη για επιτάχυνση της διαδικασίας, να συζητούν, μεροληπτικά και υποκριτικά, για απέλαση της Ελλάδας από τη ζώνη Σένγκεν. Μια τέτοια απόφαση δεν θα δώσει λύση στο προσφυγικό, θα προκαλέσει τεράστια οικονομική ζημιά και θα σημάνει το τέλος της ΕΕ και της Σένγκεν όπως την γνωρίζουμε σήμερα.
Εν μέσω ακραίων συνθηκών στο προσφυγικό, η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματεύεται με τους θεσμούς για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Όλες οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις προωθούνται και εφαρμόζονται, ενώ αναπτύσσονται παράλληλες πολιτικές προστασίας των πιο ευάλωτων κοινωνικών στρωμάτων, με στόχο της κυβέρνησης την οριστική έξοδο από την κρίση και την σταδιακή ανάπτυξη της χώρας.
Είμαστε απογοητευμένοι από την στάση της αντιπολίτευσης και των κομμάτων που κυβέρνησαν την χώρα τα τελευταία τριάντα χρόνια τόσο αναφορικά με την διαχείριση της προσφυγικής κρίσης στο εσωτερικό, όσο και με το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Την ίδια στιγμή όμως αντιλαμβανόμαστε ότι τα πολιτικά κόμματα τα οποία οδήγησαν την χώρα, την κοινωνία και την οικονομία σε αυτό το αδιέξοδο, δεν μπορούν να αποτελούν μέρος της λύσης, αλλά μόνο μέρος του προβλήματος.
Συνοψίζοντας, η ελληνική κυβέρνηση «μάχεται» σε τρία μέτωπα: στην διαχείριση του τεράστιου προσφυγικού ρεύματος, στην εφαρμογή της συμφωνίας και στην προώθηση των μεταρρυθμίσεων. Και στα τρία μέτωπα η ΕΕ και οι θεσμοί, συλλογικά και ατομικά, πρέπει να αναγνωρίσουν τις προσπάθειες και την μεγάλη πρόοδο που υπάρχει μέχρι τώρα.»