«Δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα» ο αριθμός των 10.000 ασυνόδευτων προσφυγόπουλων που χάθηκαν στην Ευρώπη, σύμφωνα με την προϊσταμένη επιτελείου του αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, αντιστράτηγο Ζαχαρούλα Τσιριγώτη.
Η κα. Τσιριγώτη αντικρούει τα νούμερα της Europol που είδαν το φως της δημοσιότητας και επισημαίνει: «Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι στις βάσεις δεδομένων της Σένγκεν και της Interpol έχουμε τις καταχωρήσεις των ανήλικων που εξαφανίζονται. Οι εξαφανίσεις ανηλίκων προέρχονται συχνά από διαφορές μεταξύ διαζευγμένων, που σημαίνει ότι πολλές φορές καταγγέλλουν στην αστυνομία απαγωγές, εξαφανίσεις, ενώ είναι κάτι που συμβαίνει μεταξύ δύο χωρισμένων γονέων». Στην περίπτωση που το ίδιο παιδί το πάρει ο άλλος γονέας, τότε αυτό ξανακαταχωρείται. «Δεν υπάρχει μηχανισμός ελεγκτικός στις βάσεις, για να μπορέσουμε να αποφύγουμε τις διπλοεγγραφές και τριπλοεγγραφές», εξηγεί η κ. Τσιριγώτη. Εξάλλου, όπως προσθέτει, όταν ένας γονέας έχει δηλώσει εξαφάνιση του παιδιού του «δεν ενημερώνει ποτέ ότι αυτό το παιδί ξαναγύρισε».
Όπως εξηγεί η αντιστράτηγος, αυτή τη στιγμή γίνεται προσπάθεια στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να κατηγοριοποιηθούν οι λόγοι για τους οποίους εξαφανίζονται τα ανήλικα παιδιά. «Εφ' όσον κατηγοριοποιηθούν αυτά, θα είναι πολύ πιο έυκολο να δούμε και εμείς για ποιο λόγο τα παιδιά είναι εξαφανισμένα». Όπως παραδέχεται, πάντως, είναι σαφές ότι «υπάρχουν και υποθέσεις που ένα ανήλικο παιδί το εκμεταλλεύονται οργανωμένα κυκλώματα». Πολλές φορές, οι διακινητές χρησιμοποιούν ανήλικα παιδιά για να οδηγήσουν τη βάρκα από την Τουρκία στην Ελλάδα τάζοντάς τους ότι δεν θα καταβάλλουν το χρηματικό αντίτιμο που απαιτούν.
Σε επικοινωνία του ΑΠΕ-ΜΠΕ με τη Europol, το τμήμα Δημοσίων Σχέσεων του ευρωπαϊκού οργανισμού αναφέρει ότι ο αριθμός των 10.000 ασυνόδευτων παιδιών αποτελεί «εκτίμηση, μια προσέγγιση που βασίζεται στις συνεισφορές και τις πληροφορίες που λαμβάνουμε και καταχωρούμε στη βάση δεδομένων μας και οι οποίες έχουν συγκεντρωθεί τους τελευταίους 18 έως 24 μήνες». Η εκτίμηση αυτή αναφέρεται «σε ασυνόδευτα παιδιά που είχαν καταγραφεί αρχικά από τις Αρχές των κρατών και στη συνέχεια ήταν δύσκολο να εντοπιστούν». Ωστόσο, «δεν είναι διαθέσιμη η κατανομή του αριθμού ανά χώρα- μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης», καταλήγουν.