Χωρίς ουσιαστική πρόοδο ολοκληρώθηκε χθες η διαπραγμάτευση για το ασφαλιστικό μεταξύ του υπουργού Εργασίας Γιώργου Κατρούγκαλου και των εκπροσώπων των θεσμών. Το ύψος των μειώσεων στις επικουρικές συντάξεις αποτελεί πλέον το σοβαρότερο εμπόδιο στην επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών. Στα υπόλοιπα θέματα φαίνεται ότι υπάρχουν συγκλίσεις και σημεία στα οποία μπορούν να ισορροπήσουν οι διαφορετικές προσεγγίσεις.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εξακολουθεί να τηρεί την πιο σκληρή και άκαμπτη στάση στα θέματα της διαπραγμάτευσης του ασφαλιστικού (χαρακτηριστική είναι και η χθεσινή ηχηρή παρέμβαση της Κριστίν Λαγκάρντ) και είναι αντίθετο με την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών στις επικουρικές συντάξεις κατά 1,5%.
Στο ίδιο θέμα οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών θεσμών δεν είναι απόλυτα αρνητικοί, αλλά το συνδέουν με τις επιμέρους εξοικονομήσεις δαπανών από τις υπόλοιπες παρεμβάσεις που πρέπει να γίνουν στο ασφαλιστικό.
Επίσης, το ΔΝΤ επιμένει στην διατήρηση της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος, ενώ οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών θεσμών φαίνεται ότι αποδέχονται την πρόταση της κυβέρνησης για ρήτρα βιωσιμότητας των επικουρικών ταμείων.
Το τρίτο θέμα που παραμένει ανοικτό είναι τα ποσοστά αναπλήρωσης των κύριων συντάξεων, παρά το ότι η εναλλακτική πρόταση του υπουργείου Εργασίας προβλέπει συντελεστή αναπλήρωσης 0,77% για την πρώτη δεκαπενταετία ασφάλισης αντί του ποσοστού 0,80% που αρχικά είχε προταθεί. Αυτό που φαίνεται να έχει «κλειδώσει» είναι η χορήγηση της εθνικής σύνταξης των 384 ευρώ με 20 έτη ασφάλισης.
Παράλληλα με το ασφαλιστικό οι εκπρόσωποι των πιστωτών έθεσαν και θέματα που αφορούν στη ρύθμιση της αγοράς εργασίας, ζητώντας μεγαλύτερη ευελιξία.
Παρά τις απαιτήσεις των πιστωτών για νέες αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, η κυβέρνηση δεν είναι διατεθειμένη να δεχτεί αιτήματα που δεν απορρέουν από τη συμφωνία του 3ου μνημονίου.