Την άκρη του νήματος σε μία από τις πιο καλοστημένες οικονομικές απάτες κατάφερε να βρει η Ελληνική Αστυνομία και να εξαρθρώσει διεθνή εγκληματική οργάνωση, η οποία με πολύπλοκα εταιρικά σχήματα σε διάφορες χώρες του εξωτερικού εξαπατούσε επενδυτές.
Τα κέρδη της οργάνωσης, σύμφωνα με την Αστυνομία, υπερβαίνουν τα 35 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ και τα 3 εκατομμύρια ευρώ.
Επικεφαλής της εγκληματικής οργάνωσης, όπως τόνισε ο διοικητής της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, Χρήστος Παπαζαφείρης, κατά τη σημερινή συνέντευξη Τύπου για αυτή την πολύκροτη υπόθεση, ήταν δύο Ελληνες.
Ενας 48χρονος γνωστός χρηματιστής και ένας 53χρονος επιχειρηματίας, που δραστηριοποιείται κυρίως στην Ουκρανία, οποίοι συνελήφθησαν χθες, μετά από συντονισμένη αστυνομική επιχείρηση σε διάφορες περιοχές της Αττικής.
Παράλληλα, συνελήφθησαν και τρεις γυναίκες, ηλικίας 35, 39 και 48 ετών. Ολοι κατηγορούνται για συγκρότηση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση, κακουργηματική απάτη και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Συγκατηγορούμενοι είναι 18 επιπλέον άτομα, εκ των οποίων 12 Ελληνες (μεταξύ αυτών και 3 δικηγόροι), 2 υπήκοοι Τουρκίας, 1 Ρωσίας και 1 Ινδίας, σε βάρος των οποίων ασκήθηκε επίσης ποινική δίωξη. Παράλληλα, σύμφωνα με αστυνομικές πηγές, στην υπόθεση εμπλέκονται και κρατικοί υπάλληλοι.
Η Υποδιεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος και Εμπορίας Ανθρώπων, στο πλαίσιο διενέργειας έρευνας για υπόθεση απάτης και υπεξαίρεσης χρημάτων που αφορούσαν επενδύσεις στην αγορά συναλλάγματος, αποκάλυψε πλήρως την εγκληματική δράση της οργάνωσης, η οποία δραστηριοποιείτο από το 2005 και ταυτοποίησε τα μέλη της, καθώς και τους συνεργούς τους.
Ως προς τον τρόπο δράσης της οργάνωσης και τη μεθοδολογία της, εξακριβώθηκε ότι οι εμπλεκόμενοι προέβαιναν στη σύσταση πολύπλοκων εταιρικών σχημάτων, τα οποία δήθεν έκαναν επενδύσεις στην αγορά συναλλάγματος εκτός χρηματιστηρίου. Οι κατηγορούμενοι διοικούσαν και ήλεγχαν αυτά τα εταιρικά σχήματα, είτε απ΄ ευθείας, είτε μέσω «offshore» εταιρικών συμπλεγμάτων, πίσω από τα οποία κρύβονταν οι ίδιοι. Ο τρόπος λειτουργίας των επενδυτικών δομών ήταν ο εξής:
Οι εμπλεκόμενοι προσέγγιζαν διάφορα άτομα - επενδυτές και επικαλούμενοι τις «εξειδικευμένες» χρηματοοικονομικές γνώσεις τους και τους «ακαδημαϊκούς τίτλους» του 48χρονου χρηματιστή, ο οποίος παρουσιαζόταν ως «ειδήμων» στις αγοραπωλησίες συναλλάγματος, τους έπειθαν να επενδύσουν μεγάλα χρηματικά ποσά, υποσχόμενοι μεγάλα κέρδη και αποδόσεις μεγαλύτερες του 3% τον μήνα.
Στην προσπάθειά τους να γίνουν πειστικοί οι δράστες, έστελναν σε μηνιαία βάση ενημερωτικά σημειώματα προς τους επενδυτές, σύμφωνα με τα οποία η επένδυσή τους ήταν συνεχώς κερδοφόρα. Με τον τρόπο αυτό, έπειθαν τους επενδυτές, είτε να μην εξαργυρώσουν τα συνεχώς αυξανόμενα κεφάλαιά τους, είτε να επενδύσουν επιπλέον χρήματα. Παράλληλα, δελέαζαν και νέους επενδυτές να επενδύσουν μεγάλα χρηματικά ποσά.
Η είσοδος νέων κεφαλαίων στις επενδυτικές δομές έδινε τη δυνατότητα στα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης να πληρώνουν στους επενδυτές τα υποτιθέμενα κέρδη τους και σε ορισμένες περιπτώσεις το σύνολο των κεφαλαίων τους. Με αυτό τον τρόπο εδραίωναν το αίσθημα εμπιστοσύνης και ταυτόχρονα αποκόμιζαν μεγάλα χρηματικά ποσά, ως αμοιβή για τις υποτιθέμενες υπηρεσίες που παρείχαν. Ετσι, η οργάνωση κατάφερε να συντηρήσει τις «επενδυτικές δομές» μέχρι το Μάϊο του 2015, οπότε το σύνολο των κεφαλαίων τα οποία είχαν ως τότε «επενδυθεί» αναλώθηκαν.
Η Αστυνομία εξακρίβωσε ότι το ιστορικό δράσης της οργάνωσης ως προς τις «επενδυτικές δομές», έχει ως εξής:
Το 2005 ο 48χρονος χρηματιστής που συνελήφθη, ίδρυσε στις ΗΠΑ εταιρεία επενδύσεων σε συνάλλαγμα.
Το 2010 ο 48χρονος, μαζί με τον 53χρονο συλληφθέντα επιχειρηματία, ίδρυσε εταιρεία, με το ίδιο αντικείμενο, στην Ουαλία και δικαιούχο την 48χρονη σύζυγό του.
Το 2012 μετέφεραν την έδρα της πρώτης εταιρείας στις Βρετανικές Παρθένους Νήσους και την μετέτρεψαν σε αντισταθμιστικό αμοιβαίο κεφάλαιο.
Το 2012 και το 2013 ίδρυσαν δύο νέα πανομοιότυπα funds με έδρα τις Βρετανικές Παρθένους Νήσους.
Από την αστυνομική έρευνα διαπιστώθηκε επίσης, ότι η οργάνωση διέθετε τρεις δικηγόρους, οι οποίοι με την ιδιότητα του νομικού συμβούλου στα τρία funds συνέτασσαν παραπλανητικές επιστολές, με τις οποίες εξαπατούσαν τους επενδυτές. Διέθετε επίσης πλήθος ατόμων που συνέδραμαν, με πολύπλοκες μεθόδους «ξεπλύματος» και μέσω τραπεζικών λογαριασμών, δικαιούχοι των οποίων ήταν offshore εταιρείες, στη μεταφορά και απόκρυψη από τις ελληνικές Αρχές μεγάλων ποσών.
Συγκεκριμένα, τα μέλη της οργάνωσης και οι επενδυτές θύματα χρησιμοποίησαν τουλάχιστον εξήντα offshore εταιρείες, με έδρες το Μπελίζ, τις Βρετανικές Παρθένους Νήσους, τα νησιά Μάρσαλ, τις Σεϋχέλλες και την Ομοσπονδία Αγίου Χριστοφόρου και Νέβις. Παράλληλα, διατηρούσαν λογαριασμούς σε διάφορα μέρη, όπως Σαν Μαρίνο, Μπελίζ, Παναμά, Εσθονία, Λετονία, Ουκρανία, Μαυροβούνιο, Σιγκαπούρη, Κουρακάο, Αγία Λουκία, Αγιο Βικέντιο και Μπαχάμες.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός, ότι από το 2012, οπότε και ιδρύθηκαν τα τρία funds μέχρι το Μάϊο του 2015, που ανεστάλησαν οι λειτουργίες των δομών, διακινήθηκαν διατραπεζικά κεφάλαια, που εμπιστεύτηκαν οι επενδυτές στην εγκληματική οργάνωση, ύψους 190 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ και 1,5 εκατ. ευρώ.
Το γεγονός, όμως, ότι αρκετοί επενδυτές, όμως, κατέθεταν τα χρήματά τους μετρητά απ΄ ευθείας στα μέλη της οργάνωσης, χωρίς αυτά να πιστώνονται στις τράπεζες των δομών, κάνει την Αστυνομία να πιστεύει ότι πιθανόν τα κέρδη είναι κατά πολύ μεγαλύτερα από τα 35 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ και τα 3 εκατομμύρια ευρώ, όπως προαναφέρθηκε.
Σε έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε οικίες, γραφεία και σε μία αποθήκη που χρησιμοποιούσε η εγκληματική οργάνωση, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν πλήθος εγγράφων που σχετίζονται με τη σύσταση και τον τρόπο λειτουργίας των επενδυτικών δομών, συμβόλαια και συμφωνίες, πολλά παραστατικά τραπεζών, 25 ηλεκτρονικοί υπολογιστές και μεγάλος αριθμός συσκευών αποθήκευσης δεδομένων.
Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στον αρμόδιο ανακριτή.