«Πετύχαμε για πρώτη φορά δημόσια αναγνώριση από όλους τους Ευρωπαίους και τους θεσμικούς εταίρους μας ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος δεν είναι βιώσιμο και θα πρέπει να υπάρξουν παρεμβάσεις ουσιαστικής απομείωσής του» τονίζει ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος σε άρθρο του που δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Έθνος της Κυριακής».
Ο υπουργός επισημαίνει πως «η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση όχι μόνον υποστήριζε ότι το χρέος είναι βιώσιμο, αλλά είχε δεσμεύσει τη χώρα σε συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα 4,5% του ΑΕΠ».
Αναφέρει ακόμη πως η κυβέρνηση πέτυχε μια συμφωνία σχετικά με τη μεθοδολογία αξιολόγησης της βιωσιμότητας του χρέους και τη δημιουργία ενός πλαισίου απομείωσής του. «Ο ορισμός αυτός» σημειώνει «βασίζεται στον δείκτη Ακαθάριστων Αναγκών Χρηματοδότησης (GFN) ως προς το ΑΕΠ, που θα τις κρατήσουμε για πολλά χρόνια έως το 15% (συμπεριλαμβανομένων και των εντόκων γραμματίων) μεσοπρόθεσμα, ενώ μακροπρόθεσμα το ποσοστό αυτό θα αυξηθεί στο 20%. Είναι ένας αριθμός που είναι και βιώσιμος και μικρότερος από πολλές άλλες χώρες. Αυτά τα όρια μεταφράζονται σε πραγματική εξοικονόμηση πόρων, η οποία θα μπορεί να κατευθυνθεί στην πραγματική οικονομία, να ενισχύσει την ανάπτυξη και να βοηθήσει στη μείωση της ανεργίας».
Ο κ. Τσακαλώτος προσθέτει ότι για την επίτευξη του στόχου έχουν συμφωνηθεί σειρά μέτρων ελάφρυνσης του χρέους που «έχουν άμεσα μετρήσιμα αποτελέσματα καθώς και ακόμη μεγαλύτερες άμεσες και έμμεσες θετικές επιπτώσεις στην οικονομία».
Εξηγεί ότι «βραχυπρόθεσμα, οι παρεμβάσεις αυτές περιλαμβάνουν κυρίως μέτρα για την εξομάλυνση των λήξεων ομολόγων» ... «καθώς και άλλα τεχνικά μέτρα που αφορούν την εξυπηρέτηση του χρέους και τα οποία από μόνα τους θα μπορούσαν να δημιουργήσουν όφελος για το 2017 κατά περίπου 226 εκατ. ευρώ».
«Μεσοπρόθεσμα», συνεχίζει, «έχουμε επίσης συμφωνήσει σε μία δέσμη μέτρων που θα εφαρμοστούν από το 2018 για να εξασφαλιστεί ότι ο στόχος των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών μας θα μπορεί επίσης να επιτυγχάνεται με άνεση». Και «μακροπρόθεσμα έχουμε δημιουργήσει μία σειρά από μηχανισμούς επαναξιολόγησης, για να εξασφαλιστεί ότι ο απώτερος στόχος της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας θα επιτευχθεί εντός του χρονικού διαστήματος των δύο ετών μέχρι τη λήξη του προγράμματος. Σε αυτό το πλαίσιο, ενώ όλοι μιλάνε για τον δημοσιονομικό διορθωτή, τον λεγόμενο "κόφτη", κανείς δεν μιλάει γι΄αυτό τον "κόφτη χρέους". Έναν αυτόματο μηχανισμό ο οποίος θα μας εξασφαλίζει ότι οι χρηματοδοτικές μας ανάγκες, σε κάθε δεδομένο έτος, θα είναι κάτω από τα συμφωνημένα όρια».
Ο κ. Τσακαλώτος, επισημαίνει ότι «το ΔΝΤ, το οποίο σε αυτό το ζήτημα έχει ιδιαίτερα προωθημένες θέσεις, θα έχει βαρύνοντα λόγο στη διαμόρφωση των λεπτομερειών του μηχανισμού αυτού και στο κατά πόσον τα ήδη συμφωνηθέντα μέτρα θα είναι επαρκή για τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του χρέους μας».
Συνοψίζοντας, ο υπουργός Οικονομικών αναφέρει ότι «είναι γεγονός πως αυτή η συμφωνία από μόνη της δεν αποτελεί μία ολοκληρωμένη λύση στο ζήτημα του χρέους, ούτε είναι η καλύτερη λύση που θα μπορούσαμε να έχουμε αν οι συνθήκες και οι συσχετισμοί ήταν διαφορετικοί. Η λύση που επιτεύχθηκε, άλλωστε, δεν θα επηρεάσει άμεσα την καθημερινότητα του ελληνικού πληθυσμού, καθώς οι αλλαγές δεν είναι εύκολα ορατές. Ωστόσο, σε βάθος χρόνου οφείλουμε και μπορούμε να αντιστρέψουμε αυτή την πραγματικότητα. Έχουμε μία σαφέστατη δέσμευση για μέτρα απομείωσης του χρέους αυτήν τη στιγμή των οποίων η ένταση θα εξαρτηθεί από τις πραγματικές ανάγκες της χώρας, και τα οποία θα αλλάξουν τις συνθήκες στην πραγματική οικονομία».
Καταλήγοντας, ο κ. Τσακαλώτος επισημαίνει: «Δημιουργείται, λοιπόν, τώρα ο καθαρός "διάδρομος" τον οποίον επιδιώξαμε και είναι στο χέρι μας να χτίσουμε μία στέρεη βάση για να συνεχίσουμε με έναν οδικό χάρτη που μας βγάζει από την κρίση και μας μεταφέρει από έναν φαύλο κύκλο σε έναν ενάρετο. Έναν κύκλο που θα αλλάζει την καθημερινότητα των πολιτών, καθώς η ανάπτυξη την οποία η Αριστερά επιδιώκει δεν είναι η ανάπτυξη με κάθε τρόπο, αλλά η ανάπτυξη τα οφέλη της οποίας θα διανέμονται με δίκαιο τρόπο