Τα αποτελέσματα που θα έχει ο «κόφτης χρέους», αναλύει ο Γιάνης Βαρουφάκης, επιμένοντας ότι το χρέος παραμένει καθ' όλα μη βιώσιμο.
Σε άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών, ο πρώην υπουργός Οικονομικών παρουσιάζει αντεπιχειρήματα στα όσα δήλωσε ο Αλέξης Τσίπρας, ενώ αναρωτιέται γιατί ο πρωθυπουργός βρίσκεται στη γραμμή Σαμαρά - Βενιζέλου.
«Πέρυσι, το ΑΕΠ της χώρας ήταν 176 δισ. ευρώ. Οι αποπληρωμές μας στους δανειστές κατά τη διάρκεια του 2015 ανήλθαν στα 21,9 δισ., δηλαδή στο 12,4% του ΑΕΠ ή στο 43% (!) των δημόσιων εσόδων. Ακόμα κι αν είχαμε «διασφαλίσει» τον «κόφτη-ταβάνι» αποπληρωμών ύψους 15% του ΑΕΠ, καθόλου δεν θα μας βοηθούσε (καθώς οι αποπληρωμές μας ήταν χαμηλότερες του 15% του ΑΕΠ). Μήπως ο πρωθυπουργός εννοεί ότι θα προκύψουν οφέλη και ελάφρυνση χρέους στα επόμενα χρόνια;» σημειώνει.
«Είναι προφανές ότι το ως άνω όριο του 15%, που ο πρωθυπουργός θεωρεί ευεργετικό, ούτε και στα επόμενα χρόνια θα βοηθήσει. Πράγματι, σύμφωνα με τα ισχύοντα δεδομένα, πρόκειται να ενεργοποιηθεί μόνο το 2022 και το 2023, χρονιές που οι αποπληρωμές μας υπερβαίνουν το όριο του 15%. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση όμως, το όφελος είναι διαχρονικά αμελητέο: 7 δισ. το 2022 και 2,3 δισ. το 2023», συνεχίζει ο κ. Βαρουφάκης.
«Προς τι, λοιπόν, η θετική αποτίμηση του κόφτη χρέους από τον πρωθυπουργό;» διερωτάται. Η απάντησή του έχει ως εξής: «Για να αντιληφθείτε τι σημαίνει αυτό, αρκεί να αναφέρουμε ότι από το 2009 και μετά πληρώσαμε για το χρέος ποσά που αντιστοιχούσαν από 26% ως και 33% του ΑΕΠ. Αν είχαμε αυτόν τον κόφτη από το 2011 ώς το 2015, θα είχαμε πληρώσει περίπου 100 δισ. ευρώ λιγότερα».
Επισημαίνει, πάντως, ότι ούτε οι κ. Σαμαράς και Βενιζέλος δικαιούνται να διατυμπανίζουν πως οι χαμηλές πληρωμές που είχαν φέρει με το Μνημόνιο 2 καθιστούν το χρέος βιώσιμο.
Αφού εξηγεί ότι λύση για το χρέος δεν αποτελεί ούτε καν ο συνυπολογισμός στις ετήσιες αποπληρωμές της μετακύλισης των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου, που ίσως ευελπιστεί ότι θα επιτύχει η κυβέρνηση, ο Γιάνης Βαρουφάκης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «μόνο η άμεση παύση της επιταχυνόμενης λιτότητας (δηλαδή μείωση του μεσοπρόθεσμου στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος από το 3,5% κάτω του 1,5%), σε συνδυασμό με πραγματική αναδιάρθρωση χρέους, μπορεί να δώσει ανάσες στη χώρα ανατρέποντας τη σκοτοδίνη χρέους - ύφεσης».