«Το Brexit δεν αναμένεται να επηρεάσει ιδιαίτερα την Ελλάδα σε οικονομικούς όρους, ωστόσο, καθιστά επιτακτική την εμπρόθεσμη εφαρμογή του προγράμματος, καθώς από εδώ και στο εξής θα υπάρχει λιγότερος χρόνος να αφιερωθεί στην Ελλάδα». Αυτό επισήμανε Ευρωπαίος αξιωματούχος, σε συζήτηση με Έλληνες δημοσιογράφους.
Ο ίδιος, εν όψει της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος, ανέφερε ότι οι θεσμοί είναι ανοιχτοί στις προτάσεις της κυβέρνησης για τις αλλαγές στα εργασιακά, ωστόσο, «αυτό δεν σημαίνει ότι θα επιστρέψουμε στο μοντέλο πριν από την κρίση», όπου παρ' όλους τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, καταγράφονταν υψηλά ποσοστά ανεργίας.
Σημείωσε άλλωστε ότι οι παρεμβάσεις στο εργασιακό δίκαιο δεν είναι πλέον η μεγαλύτερη προτεραιότητα στο πλαίσιο του προγράμματος, σε αντίθεση με την απελευθέρωση των αγορών προιόντων, το επενδυτικό περιβάλλον και το σύστημα απονομής δικαιοσύνης.
«Δεν ξέρω από που προκύπτει», είπε χαρακτηριστικά, αναφορικά με τη συζήτηση περί ενδεχόμενων παρεμβάσεων στον 13ο και 14ο μισθό, επισημαίνοντας ότι το πρόβλημα στην Ελλάδα δεν είναι το μισθολογικό αλλά το μη μισθολογικό κόστος.
Άφησε δε να φανεί πως είναι θολό το τοπίο ως προς την περαιτέρω συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, το οποίο επιμένει στην άμεση ποσοτικοποίηση των μέτρων για το χρέος, ακόμη και αν αυτά εφαρμοστούν μετά το 2018.
O Ευρωπαίος αξιωματούχος αναγνώρισε ότι οι θεσμοί ανησυχούν για τον αντίκτυπο των φόρων στην πραγματική οικονομία, τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι όφειλαν να σεβαστούν «τις προτιμήσεις της ελληνικής κυβέρνησης για πολιτικές αναδιανομής». Υπογράμμισε πάντως ότι εκτός από τα φορολογικά μέτρα, το πρόγραμμα περιλαμβάνει δράσεις βελτίωσης του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, στις οποίες η Ελλάδα θα πρέπει να δώσει έμφαση.