Αντισυνταγματικές και αντίθετες στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) κρίθηκαν οι περικοπές κατά 50% των αποδοχών που οφείλονταν σε δικαστές και εισαγγελείς από το 1.8.2012 έως και το 30.6.2014.
Τις αποδοχές αυτές είχε κριθεί πως έπρεπε να τις λάβουν οι δικαστικοί λειτουργοί με προηγούμενη απόφαση του Μισθοδικείου.
Η επίμαχη απόφαση, που προκαλεί νέους πονοκεφάλους στο οικονομικό επιτελείο, αφορά 47 δικαστές που είχαν προσφύγει σε αυτό, ενώ αποτελεί τον προπομπό δημοσίευσης άλλων πολλών αποφάσεων που αφορούν χιλιάδες δικαστικούς λειτουργούς.
Με την απόφαση αναπέμπεται η υποθεση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο για να προβεί για κάθε ένα από τους χιλιάδες προσφεύγοντες δικαστικούς λειτουργούς σε υπολογισμούς των ποσών.
Το Μισθοδικείο έκρινε με την υπ΄ αριθμ. 127/2016 (με πρόεδρο την αντιπρόεδρο του ΣτΕ Ειρήνη Σάρπ και εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας Γεώργιο Βώρο και με μειοψηφία δύο μελών του καθηγητών Πανεπιστημίων) πως ρύθμιση που θεσπίστηκε με το ν. 4307/2014 και προέβλεψε την περικοπή κατά 50% της διαφοράς αποδοχών των δικαστών «αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 26 του Συντάγματος και στις εξειδικεύουσες αυτές, ως προς την δικαστική εξουσία, διατάξεις των άρθρων 87 παράγραφος 1 και 88 παράγραφος 2 του Συντάγματος, οι οποίες επιτάσσουν την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών, καθώς και προς την αρχή του κράτους δικαίου και τα άρθρα 20 παράγραφος 1 και 95 παράγραφος 5 του Συντάγματος και το άρθρο 6 παράγραφος 1 της Ε.Σ.Δ.Α., από τα οποία, σε συνδυασμό με τα άρθρα 26 και 88 παράγραφος 2 του Συντάγματος, συνάγεται η υποχρέωση συμμόρφωσης των οργάνων της Πολιτείας προς τις δικαστικές αποφάσεις, μεταξύ των οποίων και προς τις αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παραγράφου 2 του Συντάγματος, ώστε η παρεχόμενη δικαστική προστασία να είναι αποτελεσματική».
Επομένως, αναφέρει το δικαστήριο, εφαρμοστέες για τον προσδιορισμό των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, είναι «οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 181 του ν. 4270/2014, όπως είχαν αρχικώς (ήτοι, πριν τροποποιηθούν με το ν. 4307/2014)», με τις οποίες, αφ' ενός, καταργήθηκαν από τότε που ίσχυσαν (δηλαδή από 1.8.2012) οι διατάξεις του ν. 4093/2012, που κρίθηκαν αντισυνταγματικές με την απόφαση 88/2013 του Μισθοδικείου και, αφ' ετέρου, προβλέφθηκε η καταβολή στους δικαστικούς λειτουργούς του συνόλου της διαφοράς αποδοχών που απορρέει από την εν λόγω κατάργηση, για το χρονικό διάστημα από 1.8.2012 έως τη δημοσίευση του νόμου 4270/2014.