Η Νέα Δημοκρατία προετοιάζει τη στρατηγική της αντεπίθεση με ορόσημο την εμφάνιση του Κυριάκου Μητσοτάκη στη ΔΕΘ (16-18 Σεπτεμβρίου), δίνοντας το στίγμα της ολικής επαναφοράς σε αντιπολιτευτικούς ρυθμούς καθημερινότητας με τη σημερινή –προαναγγελθείσα από τον ίδιο τον πρόεδρο της Ν.Δ.– εγκατάσταση στα νέα γραφεία στον αριθμό 62 της οδού Πειραιώς.
Ζητήματα στρατηγικής, αλλά και οργανωτικά θέματα, αναμένεται να συζητηθούν και σήμερα στον πρωινό καφέ που θα έχει ο πρόεδρος της Ν.Δ. με στενούς του συνεργάτες στο νέο του γραφείο στο Μοσχάτο. Εξάλλου, μια πρώτη αποτίμηση τόσο της εκλογολογίας που η Ν.Δ. θεωρεί ότι συντηρείται από την ίδια την κυβέρνηση με συγκεκριμένες ενέργειες όσο και των εν δυνάμει εξελίξεων από τον ερχόμενο Σεπτέμβριο έγινε ήδη χθες σε σύσκεψη που είχε ο κ. Μητσοτάκης στο γραφείο του στη Βουλή και στην οποία συμμετείχαν οι Γιώργος Κουμουτσάκος, Τάκης Θεοδωρικάκος, Μιχάλης Μπεκίρης και Θανάσης Μπακόλας. Στη σύσκεψη χαρτογραφήθηκαν οι επόμενες κινήσεις του προέδρου της Ν.Δ. ενόψει της εμφάνισής του στη ΔΕΘ και οι τελευταίες λεπτομέρειες που αφορούν τους βασικούς άξονες του κυβερνητικού προγράμματος της Ν.Δ. το οποίο θα παρουσιάσει ο κ. Μητσοτάκης από το βήμα της διεθνούς έκθεσης.
Σε ό,τι αφορά τα νέα γραφεία της Ν.Δ., σήμερα δεν θα γίνουν επίσημα εγκαίνια, καθώς μια πτέρυγα του κτιρίου δεν θα είναι έτοιμη νωρίτερα από την ερχόμενη εβδομάδα. Σημειώνεται ότι τα νέα γραφεία στεγάζονται σε ακίνητο 2.500 τ.μ. που κατασκευάστηκε το 1989 για να στεγάσει τα γραφεία της εταιρείας ηλεκτρονικών JVC και δίνει για την ώρα ανάσα στα άσχημα οικονομικά του κόμματος. Ούτως ή άλλως, τα οικονομικά δεδομένα της Ν.Δ. δεν επέτρεπαν την παραμονή στο κτίριο της Συγγρού και εκπεφρασμένος στόχος του κ. Μητσοτάκη, από τον περασμένο Ιανουάριο που ανέλαβε την ηγεσία της Ν.Δ., ήταν να βάλει τάξη στα του «γαλάζιου» οίκου. Τούτων δοθέντων, το γεγονός ότι το μηνιαίο ενοίκιο διαμορφώνεται από τις 95.000 ευρώ της πολυτελούς Συγγρού στις 9.800 ευρώ των γραφείων του Μοσχάτου συνδράμει τα μέγιστα την προσπάθεια της νέας ηγεσίας της Ν.Δ. να την καταστήσει οικονομικά βιώσιμη, αλλά και την ανάγκη να έρθει «πιο κοντά στον λαό» με την εγκατάστασή της σε μια πιο υποβαθμισμένη περιοχή.