Τα πάνω-κάτω έχουν έρθει στο Συμβούλιο της Επικρατείας μετά τη ματαίωση της πρώτης κρίσιμης διάσκεψης για τις τηλεοπτικές άδειες και την ένταση και τις διαφωνίες που υπήρξαν με το καλημέρα της συνεδρίασης.
Πριν από λίγο έγινε γνωστή η παραίτηση δύο μελών της Ενωσης Δικαστών του ΣτΕ, με επιστολές - ράπισμα σε βάρος της απόφασης του προέδρου, ενώ στρέφονται και σε βάρος συναδέλφων τους (σ.σ. μελών της ίδιας ένωσης) οι οποίοι με ανακοίνωσή τους τάχθηκαν με το μέρος του προέδρου.
Οι δύο αντιπρόεδροι κ.κ. Χρήστος Ράμμος και Αικατερίνη Σακελλαροπούλου σημειώνουν μάλιστα με νόημα ότι η ματαίωση της επίμαχης διάσκεψης αποτελεί «αρνησιδικία». Παράλληλα, συγκαλείται γενική συνέλευση των μελών της Ένωσης του ΣτΕ για να εκλεγεί νέο Διοικητικό Συμβούλιο.
Οι δύο αντιπρόεδροι που παραιτήθηκαν από μέλη της Ένωσης του ΣτΕ, μεταξύ των άλλων, αναφέρουν στις επιστολές παραίτησης τους ότι η ανακοίνωση της Ένωσης του ΣτΕ, αποτελεί «μέγα ατόπημα» καθώς άφησε την εντύπωση προς τα έξω ότι «ομιλεί το σύνολο του σώματος» του ΣτΕ, δηλαδή όλοι οι δικαστές του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, κάτι που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Πέρα από όλα αυτά, συνεχίζουν οι δύο αντιπρόεδροι, η Ένωση για πρώτη φορά στην ιστορία της «μετατράπηκε ουσιαστικά σε γραφείο Τύπου του προέδρου του ΣτΕ», ενώ παράλληλα παραγνώρισε το θεσμικό της ρόλο και «εξέφρασε γνώμη για ζήτημα το οποίο ούτε είχε θεσμικά τη δυνατότητα να γνωρίζει ως συλλογικό όργανο (πως δηλαδή, υπό ποίες συνθήκες και για ποίο πραγματικά λόγο διακόπηκε μια διάσκεψη), ούτε ανήκει στις αρμοδιότητες της».
Πέρα από όλα αυτά όμως, σημειώνουν οι δύο αντιπρόεδροι, η Ένωση με την ανακοίνωσή της προκατέλαβε την άποψη, για το θέμα αυτό, όσων (πλην του προέδρου της) εκ των μελών της Ένωσης μετείχαν στην διάσκεψη και ενδεχομένως έχουν άλλη άποψη για την διακοπή της διάσκεψης» και συνεχίζουν:
«Ακόμη χειρότερα» με την ανακοίνωση το Δ.Σ. της Ένωσης του ΣτΕ αποδοκιμάζει, ως ψευδή, «όσα αντίθετα αναφέρονται στον Τύπο» με βάση όχι την δική της αντίληψη για τα πράγματα, αλλά την ανακοίνωση του πρόεδρου του δικαστηρίου, μετατρέποντας ουσιαστικά την Ένωση, για πρώτη φορά, σε γραφείο Τύπου του προέδρου του δικαστηρίου».
Και όλα αυτά όταν -συνεχίζουν οι δύο ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί- «ενώ για μεγάλο χρονικό διάστημα τόσο στον έντυπο όσο και τον ηλεκτρονικό Τύπο κατέκλυζαν δημοσιεύματα που με αφορμή τη συγκεκριμένη υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών, αναφερόταν όχι πάντα με τα καλύτερα λόγια στην εν γένει λειτουργία του συνόλου του δικαστηρίου και στο ρόλο των δικαστών, το Δ.Σ. τηρούσε αιδήμονα σιγή».
Σε άλλο σημείο των παραιτήσεων τους αναφέρουν ότι η ανακοίνωση της Ένωσης «εμφανίζεται στην πρώτη παράγραφο να παίρνει θέση μόνο επί ενός πραγματικού γεγονότος χωρίς να το αξιολογεί», ενώ με την τελευταία παράγραφο της ανακοίνωσής της «δημιουργείται σαφώς η εντύπωση ότι η Ένωση θεωρεί ότι ήταν επαρκής λόγος για την διακοπή της διάσκεψης η δημιουργία κλίματος δημοσίων αντεγκλήσεων» και εκεί «βρίσκεται το μεγαλύτερο ατόπημα, διότι αφορά την ίδια την λειτουργία του θεσμού».
«Αρνησιδικία» συνιστά, σύμφωνα με τους δύο αντιπροέδρους, η άποψη που δέχεται ότι το ΣτΕ «αντί να διασκεφθεί και να εκδώσει απόφαση επί οποιασδήποτε υποθέσεως ανεξαρτήτως της φύσεως της, είναι σκόπιμο να αναβάλει επ΄ αόριστον την διάσκεψη του με την επίκληση ενός κάποιου κλίματος (το οποίο το δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει)».
Και καταλήγουν ότι η ανακοίνωση αποτελεί ατόπημα που πλήττει καίρια το θεσμικό ρόλο του της Ένωσης του ΣτΕ και «σηματοδοτεί αλλαγή στην μακροχρόνια πορεία της από ανεξάρτητο όργανο έκφρασης του συνόλου των μελών του ΣτΕ σε διοικητική υπηρεσία».
Μάλιστα, οι δύο αντιπρόεδροι θέτουν το ερώτημα: «Τι θα λέγαμε αν ένας βοηθός εισηγητής αρνιόταν να καταθέσει προεισηγήσεις ή ένας σύμβουλος αρνιόταν να καταθέσει εισήγηση επικαλούμενος ότι λόγω του κλίματος δεν μπορεί να ασκήσει με νηφαλιότητα τα καθήκοντά του;
Μπορεί κανείς να διανοηθεί το 1969 αναβολή είτε συζήτησης είτε της διάσκεψης επί της υποθέσεως των απολυμένων από την στρατιωτική δικτατορία δικαστών, κατ΄ επίκληση δυσμενών συνθηκών ή κακού κλίματος;».