Υπό κατάληψη για δεύτερη συνεχόμενη εβδομάδα βρίσκεται η Νομική Σχολή Αθηνών, με κύριο αίτημα την απόσυρση των διδάκτρων που έχουν επιβληθεί στα μεταπτυχιακά της προγράμματα και ανέρχονται στα 1.200 ευρώ. Έπειτα από τη διεξαγωγή γενικής συνέλευσης ο Φοιτητικός Σύλλογος της Νομικής αποφάσισε να συνεχιστεί η κατάληψη της σχολής.
Οι φοιτητές των μεταπτυχιακών τμημάτων της Νομικής έχουν κληθεί από πέρυσι να καταβάλλουν δίδακτρα στον τομέα του «Διεθνούς Δικαίου». Το μέτρο αυτό φαίνεται πως γενικεύθηκε και πλέον καλούνται να καταβάλλουν όλοι όσοι παρακολουθούν τα μεταπτυχιακά προγράμματα, ανεξαιρέτως του τομέα που έχουν επιλέξει. Επιπλέον τα προγράμματα έχουν συμπτυχθεί από δύο σε ένα έτος παρακολούθησης.
Σε ανακοίνωσή της η συντονιστική επιτροπή κατάληψης της σχολής αναφέρει πως «προβλέπεται ενιαίο μεταπτυχιακό με 22 κατευθύνσεις, πλήρως εξειδικευμένο και προσαρμοσμένο στις ανάγκες της αγοράς εργασίας», τονίζνοντας ότι «αυτό συνεπάγεται τόσο τον κατακερματισμό των επαγγελματικών δικαιωμάτων όσο και την υποβάθμιση της ποιότητας των σπουδών».
Παράλληλα, θεωρούν ότι η επιβολή των διδάκτρων έχει ως αποτέλεσμα να αποκλείονται κάποιοι φοιτητές/φοιτήτριες από τη συνέχιση των σπουδών τους με μία σειρά οικονομικών φραγμών αναντίστοιχων για τη σημερινή οικονομική συνθήκη.
Κατά τη διάρκεια της κατάληψης διεξάγονται προβολές ταινιών καθώς και συζητήσεις με κοινωνικό-πολιτικό περιεχόμενο αλλά και πιο εξειδικευμένες γύρω από το αντικείμενο των σπουδών των φοιτητών.
Στον αντίποδα ένα μέρος φοιτητών, αντιδρά στο κλείσιμο της σχολής και αντιπροτείνει τη διεξαγωγή διαλόγου ώστε να αυξηθούν οι υποτροφίες που δίνονται στα μεταπτυχιακά προγράμματα. Θεωρούν πως η κατάληψη δεν αποτελεί μέσο πάλης και ζητούν να ανοίξει η σχολή.
Από τη μεριά της, η κοσμητεία της Νομικής Σχολής εξέδωσε ανακοίνωση πως ύστερα από γενική συνέλευση που πραγματοποιήθηκε, η επιβολή τελών συμμετοχής στα μεταπτυχιακά προγράμματα αποτελεί έσχατη λύση και είναι αναγκαία. Ωστόσο, αποφάσισε την αύξηση των υποτροφιών με βάση τις δυνατότητες των επιτυχόντων φοιτητών.
Τέλος, επισημαίνει, ότι η χρηματοδότηση της Σχολής δεν επαρκεί για την κάλυψη των βασικών λειτουργικών δαπανών της, τη συντήρηση των υποδομών και την εν γένει ακαδημαϊκή λειτουργία της.