Την υπόθεση εξάρθρωσης του εγκληματικού δικτύου οργανώσεων, τα μέλη των οποίων διέπρατταν μεγάλο αριθμό κλοπών - διαρρήξεων από κατοικίες στην Αττική και άλλες περιοχές της Επικράτειας, παρουσίασε σήμερα η αστυνομία.
Η πρώτη εγκληματική οργάνωση εμπλέκεται σε περισσότερες από 250 περιπτώσεις κλοπών - διαρρήξεων σε διάφορες περιοχές της Αττικής και κυρίως στα Βορειαονατολικά Προάστια (Κηφισιά, Εκάλη, Νέα Ερυθραία, Άγιο Στέφανο, Πικέρμι, Ραφήνα κ.λπ.) καθώς και σε περιοχές της Θεσσαλονίκης και της Κατερίνης.
Η δεύτερη εγκληματική οργάνωση διέπραττε κλοπές - διαρρήξεις σε οικίες κυρίως της Δυτικής Αττικής, όπου αφαιρούσαν χρήματα, χρηματοκιβώτια και άλλα τιμαλφή.
Όπως μάλιστα προκύπτει από την έρευνα της ΕΛΑΣ, αστυνομικός διευθυντής ενημέρωσε έναν εκ των επικεφαλής της σπείρας με τις Φεράρι για να πάρει τα μέτρα του, λίγες ώρες πριν ξεκινήσει η μεγάλη επιχείρηση...
Ωστόσο, παρά την προειδοποίηση, εκείνος δεν πρόλαβε να αντιδράσει.
Τα κλεμμένα κοσμήματα κατέληγαν πάντα σε γνωστό κοσμηματοπωλείο στο Κολωνάκι. Επί παραδείγματι, ένα ρολόι μάρκας Ρόλεξ που είχαν κλέψει από την Αλεξανδρούπολη, κατέληγε εκεί και στη συνέχεια πωλούνταν.
Η Ελληνική Αστυνομία κατάφερε ένα αποφασιστικό, ένα καίριο «χτύπημα» στο πλέον δομημένο και άρτια οργανωμένο εγκληματικό δίκτυο, που δρούσε συστηματικά τα τελευταία χρόνια, διαπράττοντας σωρεία ληστειών και διαρρήξεων σε όλη τη χώρα, υπογράμμισε στη σχετική παρουσίαση ο διευθυντής της Ασφάλειας Αττικής, Χρήστος Παπαζαφείρης.
Μετά από έρευνες της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, που διήρκεσαν πάνω από ένα χρόνο, η αστυνομία κατάφερε:
-να διακριβώσει πλήρως όλο το εύρος της εγκληματικής δραστηριότητας του δικτύου,
- να ταυτοποιήσει τα αρχηγικά στελέχη, που διεύθυναν τις δύο εγκληματικές οργανώσεις και τις πέντε υποομάδες που το συγκροτούσαν και
- να αποδομήσει οριστικά τη δράση τους.
Από την πρόοδο και την κλιμάκωση των ερευνών διαπιστώθηκε ότι το εγκληματικό δίκτυο είχε ως «ορμητήριο» περιοχές της Δυτικής Αττικής, όπου λειτουργούσε ο κεντρικός πυρήνας των οργανώσεων, με κύριο αντικείμενο τον σχεδιασμό και τον συντονισμό της δράσης των υποομάδων.
Επιπλέον από την αξιολόγηση και αξιοποίηση των ερευνητικών δεδομένων και την ανάλυση του «προφίλ» του εγκληματικού δικτύου διακριβώθηκε ότι οι εγκληματικές οργανώσεις διέθεταν ποιοτικά χαρακτηριστικά «επαγγελματικού τύπου» διάπραξης των αδικημάτων που δραστηριοποιούντο.
Ειδικότερα:
-ήταν διαρθρωμένες σε δομικό μοντέλο «μαφίας οικογενειακού σχήματος»,
-λειτουργούσαν με βάση σχεδιασμό, που προέβλεπε αυτοτελή και αυτόνομη δράση,
-είχαν κατανείμει διακριτούς ρόλους, σε όλα τα στάδια της εγκληματικής τους δραστηριότητας,
-κατηύθυναν και συντόνιζαν τις ενέργειές τους σε προκαθορισμένους χρονικά και γεωγραφικά χώρους και περιοχές,
-διέθεταν επιμέρους βραχίονες, που κάλυπταν όλο το πλέγμα της δράσης τους, από την πληροφοριακή υποστήριξη και τα προπαρασκευαστικά στάδια μέχρι τον τρόπο διάθεσης των κλοπιμαίων και τη νομιμοποίηση των παράνομων εσόδων τους,
-στο αμιγώς επιχειρησιακό σκέλος χρησιμοποιούσαν εξειδικευμένη επιχειρησιακή μεθοδολογία και τεχνογνωσία, ενώ λάμβαναν ιδιαίτερα μέτρα προστασίας για να αποφύγουν τον εντοπισμό και τη σύλληψη από τις αστυνομικές Αρχές.
Επιπλέον αξίζει να επισημανθεί ότι τα ηγετικά στελέχη του εγκληματικού δικτύου, έχοντας αποκομίσει από την εγκληματική τους δραστηριότητα μεγάλη οικονομική επιφάνεια, ζούσαν πολυτελή ζωή χωρίς να έχουν επαγγελματική δραστηριότητα ή άλλους πόρους διαβίωσης.
Για την εξάρθρωση του εγκληματικού δικτύου, την Τρίτη 2 Νοεμβρίου, πραγματοποιήθηκε μια από τις μεγαλύτερες αστυνομικές επιχειρήσεις των τελευταίων ετών, στην οποία συμμετείχαν πάνω από 1.000 Αστυνομικοί από διάφορες Υπηρεσίες και τριάντα επτά (37) Δικαστικοί Λειτουργοί.
Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης:
-συνελήφθησαν σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και άλλες περιοχές 41 μέλη του εγκληματικού δικτύου.
-πραγματοποιήθηκαν περισσότερες από (60) έρευνες και
-κατασχέθηκαν -μεταξύ άλλων- πάνω από 600.000 ευρώ σε μετρητά, 120 κιλά ασημιού σε ράβδους, φύλλα χρυσού, χρυσές λίρες, πλήθος χρυσαφικών - κοσμημάτων μεγάλης αξίας και περισσότερα από 60 πολυτελή οχήματα.
Από τη μορφολογία των υποθέσεων διαγράφεται ότι τα μέλη του εγκληματικού δικτύου εμπλέκονται σε εκατοντάδες περιπτώσεις ληστειών και διαρρήξεων, ενώ το οικονομικό όφελος που αποκόμισαν εκτιμάται ότι ανέρχεται σε δεκάδες εκατομμύρια ευρώ. Μέχρι στιγμής έχουν συνδεθεί προανακριτικά με 300 περίπου υποθέσεις.
Η εκπρόσωπος Τύπου Ελληνικής Αστυνομίας, Αστυνόμος Β' Ιωάννα Ροτζιώκου σημείωσε:
«Όπως σας ανέφερε και ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, εξαρθρώσαμε δύο (2) πολυμελείς εγκληματικές ομάδες, οι οποίες διαρθρωμένες σε υποομάδες, διέπρατταν συστηματικά ληστείες και διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπών από κατοικίες σε διάφορες περιοχές της επικράτειας.
Για την αποδόμηση των εγκληματικών δικτύων οργανώθηκε προχθές (2-11-2016) ταυτόχρονη αστυνομική επιχείρηση πανελλαδικής κλίμακας, την οποία συντόνισε η Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Βορειοανατολικής Αττικής και συμμετείχαν πάνω από 1.000 αστυνομικοί διαφόρων υπηρεσιών.
Συγκεκριμένα, συμμετείχαν κλιμάκια αστυνομικών της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής, των Διευθύνσεων Άμεσης Δράσης και Αστυνομικών Επιχειρήσεων Αττικής, της Ειδικής Κατασταλτικής Αντιτρομοκρατικής Μονάδας, των Ομάδων Πρόληψης και Καταστολής Εγκληματικότητας, του Τμήματος Εξουδετέρωσης Εκρηκτικών Μηχανισμών, της Διεύθυνσης Ασφαλείας Θεσσαλονίκης και της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Κατερίνης, των Τμημάτων Ασφαλείας Αμαρουσίου και Ραφήνας καθώς και τοπικών Διευθύνσεων Αστυνομίας της χώρας.
Στο πλαίσιο της επιχείρησης εντοπίστηκαν και συνελήφθησαν συνολικά 41 άτομα, ηλικίας από 19 έως 66 ετών (38 ημεδαποί, 1 υπήκοος Συρίας, 1 υπήκοος Αλβανίας και 1 ομογενής από το Καζακστάν). Ταυτόχρονα, έχουν ταυτοποιηθεί άλλα 48 άτομα για τη συμμετοχή τους στις παράνομες δραστηριότητες των οργανώσεων, οι οποίοι και αναζητούνται για να συλληφθούν, μεταξύ των οποίων και τρεις αστυνομικοί.
Η εξάρθρωση των εγκληματικών οργανώσεων είναι αποτέλεσμα πολύμηνων και στοχευμένων αστυνομικών ερευνών και αναζητήσεων, οι οποίες υλοποιήθηκαν μετά από κατάλληλη αξιοποίηση - διασταύρωση στοιχείων, ταυτοποίηση του προφίλ των εμπλεκομένων (profiling) και αξιοποίηση ειδικών ανακριτικών τεχνικών.
Από τις παραπάνω έρευνες διακριβώθηκε όλο το εύρος της παράνομης δραστηριότητας των εγκληματικών δικτύων και συγκεκριμένα:
Εξακριβώθηκε η σύνθεση των μελών που αποτελούσαν κάθε εγκληματική ομάδα και υποομάδα, τα οχήματα που χρησιμοποιούσαν, οι διευθύνσεις διαμονής τους και οι λοιποί χώροι (καβάτζες) που διατηρούσαν.
Διευκρινίσθηκαν οι ρόλοι και η ιεραρχική σχέση των μελών κάθε ομάδας και υποομάδας.
Εξακριβώθηκε η μεθοδολογία δράσης τους (modus operandi) και οι διασυνδέσεις τους σε όλη την επικράτεια.
Διαπιστώθηκε και εξετάζεται η περαιτέρω εμπλοκή Αστυνομικών, οι οποίοι κατά περίπτωση παρείχαν πληροφορίες ή ενεργούσαν με μέλη των ομάδων στην τέλεση αξιόποινων πράξεων.
Διαπιστώθηκε η νομιμοποίηση εσόδων από τις εγκληματικές τους δραστηριότητες, τα οποία επένδυαν σε κατασκευές πολυτελών κατοικιών και αγορά πολυτελών αυτοκινήτων.
Αναφορικά με τη μεθοδολογία δράσης (modus operandi) τους, διαπιστώθηκε η παράλληλη, διαρκής και δομημένη δράση των 2 εγκληματικών οργανώσεων, καθένα από τα οποία δρούσε αυτοδύναμα και ανεξάρτητα από το άλλο. Οι δύο οργανώσεις διατηρούσαν άμεση και συνεχή επικοινωνία μεταξύ τους, αναφορικά με τους τομείς δραστηριοποίησής τους, ώστε να μη συμπίπτει χρονικά και τοπικά η δράση τους.
Ωστόσο, σε περιπτώσεις επιπλοκών και συλλήψεων, τα μέλη της μίας οργάνωσης υποστήριζαν «επιχειρησιακά» τις δραστηριότητες της άλλης ομάδας.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των εγκληματικών οργανώσεων είναι η ιεραρχική δομή, η σαφήνεια ως προς την κατανομή των ρόλων των μελών τους καθώς και η αφθονία υλικοτεχνικού εξοπλισμού, όπως πλήθος οχημάτων, διαρρηκτικών εργαλείων και ασυρμάτων πομποδεκτών, που τους διευκόλυνε στην διάπραξη των κλοπών και στην αποφυγή της σύλληψής τους.
Τα κλοπιμαία τα προωθούσαν σε συγκεκριμένους κλεπταποδόχους, οι οποίοι έχοντας αναπτύξει «κατάλληλο δίκτυο πελατών», τα διέθεταν στην αγορά, αποκομίζοντας με τον τρόπο αυτό μεγάλα παράνομα οικονομικά οφέλη, που διαμοιράζονταν με τα μέλη της οργάνωσης.
Με τον τρόπο αυτό, τα μέλη των εγκληματικών οργανώσεων είχαν καταφέρει να διατηρούν στην κατοχή τους για ελάχιστο χρονικό διάστημα τα κλοπιμαία, ώστε να μην είναι δυνατή η διασύνδεσή τους με τις κλοπές που είχαν διαπράξει, σε περίπτωση αστυνομικού ελέγχου.
Τα μέλη της οργάνωσης χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα τεχνάσματα, προκειμένου να αποπροσανατολίσουν τις έρευνες των διωκτικών Αρχών και να αποφεύγουν τον εντοπισμό και τη σύλληψή τους. Πιο συγκεκριμένα:
· Παρακολουθούσαν τις συχνότητες του κέντρου της Άμεσης Δράσης μέσω ασυρμάτων, στις περιοχές όπου δραστηριοποιούνταν, με σκοπό την άμεση ενημέρωση των συνεργών τους και την έγκαιρη διαφυγή τους σε περίπτωση κινητοποίησης των αστυνομικών δυνάμεων. Μάλιστα, γνώριζαν πολύ καλά την κωδικοποίηση των σημάτων και των εντολών των ενδοασυρματικών επικοινωνιών, για τις οποίες είχαν ενημερωθεί από τους αστυνομικούς συνεργούς τους.
Χρησιμοποιούσαν κατάλληλο εξοπλισμό κατά τη διάπραξη των κλοπών όπως γάντια και αυτοσχέδιες κουκούλες, με σκοπό τον δυσχερή εντοπισμό αποτυπωμάτων και βιολογικού υλικού.
Παραλάμβαναν τον εξοπλισμό τους (κινητά τηλέφωνα, διαρρηκτικά εργαλεία, κουκούλες, γάντια κ.λπ.) από ειδικά διαμορφωμένους χώρους, πριν από την τέλεση των διαρρήξεων.
Επικοινωνούσαν μεταξύ τους με συνδέσεις κινητής τηλεφωνίας, ενεργοποιημένες με στοιχεία άλλων ατόμων (ghost phones), ενώ συνομιλούσαν μεταξύ τους με κωδικοποιημένες εκφράσεις και σύνθετη ορολογία.
Χρησιμοποιούσαν «στόλο» οχημάτων μεγάλης ιπποδύναμης, τα οποία τα μεταβίβαζαν σε ανυποψίαστα ή και ανύπαρκτα άτομα. Επιπλέον, για τον δυσχερή εντοπισμό των οχημάτων τους αφαιρούσαν πινακίδες κυκλοφορίας από άλλα οχήματα και τις τοποθετούσαν στα δικά τους, φροντίζοντας να αλλάζουν συνεχώς τα χαρακτηριστικά τους με τη χρήση μεμβρανών διαφορετικού χρώματος.
Επέλεγαν για την οδήγηση των οχημάτων τους έμπειρους οδηγούς, οι οποίοι λάμβαναν ιδιαίτερα μέτρα αντιπαρακολούθησης (για παράδειγμα πραγματοποίηση ελιγμών, αυξομείωση ταχύτητας κ.λπ.). Επίσης, σε περιπτώσεις εντοπισμού τους από αστυνομικούς, ακολουθούσε πάντα καταδίωξη και δεν δίσταζαν ακόμα και να εμβολίσουν τα αστυνομικά οχήματα.
Τα μέλη των εγκληματικών οργανώσεων, στο πλαίσιο της παράνομης δράσης τους, αποκόμιζαν πολύ μεγάλα οικονομικά οφέλη, που τους παρείχαν τη δυνατότητα να διαβιούν σε πολυτελείς κατοικίες - μεζονέτες, σε περιοχές της Δυτικής Αττικής και της Θεσσαλονίκης και να κατέχουν υπερπολυτελή αυτοκίνητα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δράστες επιδίδονταν συστηματικά σε βανδαλισμούς των οικιών, προκαλώντας σε αυτές και στον εξοπλισμό τους μεγάλες υλικές ζημιές. Μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις άφηναν ακόμα και τις βρύσες ανοικτές προκειμένου να πλημμυρίσουν τις οικίες.