«Ή θα μιλήσουμε τώρα για τον Βαγγέλη ή ποτέ. Και θα το κουβαλάμε μια ζωή. Δυστυχώς βλέπω ότι άνθρωποι που γνώριζαν τι γινόταν καταθέτουν στο δικαστήριο ότι δεν είδαν, δεν άκουσαν. Δήθεν φιλεύσπλαχνοι που υποτίθεται προσπαθούν να δώσουν κουράγιο στη μάνα και τον πατέρα του Βαγγελάκη, χωρίς να κάνουν τίποτε για να απαλύνουν τον πόνο που νιώθουν οι γονείς από το μαχαίρι που έχουν στην καρδιά από τότε που έχασαν το αγγελούδι τους».
Τα λόγια ανήκουν στον Νίκο Δάβρη, τον σπουδαστή της Γαλακτοκομικής Σχολής που κατέθεσε στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ιωαννίνων, όπως και προανακριτικά, όλα όσα γνώριζε για την υπόθεση του Βαγγέλη Γιακουμάκη. Όπως λέει σε συνέντευξή του στον «Ελεύθερο Τύπο», με τον Βαγγέλη είχαν τον ίδιο χαρακτήρα:
«Ήμασταν ίδιοι. Προσπαθούσαμε να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες της ζωής μόνοι μας. Και εγώ όταν ήρθαν εφτά Κρητικοί και μου είπαν ότι θα με βουτήξουν έξω από τη Σχολή και θα με σπάσουν στο ξύλο δεν πήγα στη διεύθυνση αλλά προσπάθησα να τους αντιμετωπίσω μόνος μου. Πιστεύω ότι η διαφορά με τον Βαγγέλη είναι ότι εκείνον τον απειλούσαν με κάτι και έτσι του ήταν πιο δύσκολο να μιλήσει, ενώ ένας άλλος παράγοντας ήταν η καταγωγή του. Τα άτομα αυτά ήταν συντοπίτες του, πράγμα που λάμβανε υπόψη του.
Ο Βαγγέλης δεν μιλούσε όχι για να προστατευτεί αλλά για να προστατέψει. Τα αδέρφια του, τους γονείς του. Να μην τους στενοχωρήσει, να μη βάλει σε κίνδυνο κανέναν».
Για την εξαφάνιση του συμφοιτητή του ενημερώθηκε με δύο ημέρες καθυστέρηση γιατί βρισκόταν στη Βραζιλία: «Μόλις το άκουσα είπα από μέσα μου: ''Πάει το φάγανε το παιδί''. Έβλεπα πως του φερόντουσαν και τους θεωρούσα ικανούς ακόμα και γι’ αυτό, χωρίς να σημαίνει ότι ξέρω πως έφυγε το παιδί από τη ζωή.
Είχαν αρχηγό, είχαν υπαρχηγό και δεν σεβόντουσαν τίποτα. Όταν μία φορά είχα παραπονεθεί γιατί έκαναν φασαρία το βράδυ με έπιασαν και μου είπαν: πρόσεχε γιατί έτσι ξεκινάνε οι βεντέτες στην Κρήτη».
Δύο ημέρες μετά τον εντοπισμό του πτώματος του Βαγγέλη, στις 17 Μαρτίου 2015, ο Νίκος δέχθηκε –όπως λέει- μήνυμα στο Facebook από τον τότε διευθυντή της Σχολής με τον οποίο λίγες ώρες μετά συνομίλησε στο Skype:
«Είχε ενημερωθεί ότι θα έρθω για να καταθέσω. Στη συνομιλία μας παραδέχτηκε την εμπλοκή πολιτικών και ότι τον είχα ενημερώσει για τα όσα βίωνε ο Βαγγέλης. Μου είπε να μην μιλήσω στον Τύπο. Μου ζήτησε να τον βοηθήσω, όπως με είχε βοηθήσει και αυτός (εννοούσε ότι μου είχε προτείνει να πάω να δουλέψω ως γαλακτοκόμος σε ένα εργοστάσιο στη Βραζιλία). Φυσικά και δεν τον άκουσα. Ήθελα να βγω μπροστά για να δώσω θάρρος και σε άλλους να μιλήσουν.
Δυστυχώς δεν τα κατάφερα όσο περίμενα. Προσωπικά στενοχωριέμαι γιατί βλέπω ότι τα ψέματα συνεχίζονται στη δίκη. Βλέπω ανθρώπους που ακόμα και τώρα αρνούνται να πάρουν την απόφαση να παλέψουν για την αλήθεια. Απορώ για πόσο ακόμα θα φορούν αυτό το προσωπείο και θα δειλιάζουν».
Ο δικηγόρος του πρώην διευθυντή της Σχολής κ. Αλέξης Κούγιας ισχυρίζεται από την πλευρά του ότι όλες οι κατηγορίες σε βάρος του πελάτη του είναι αβάσιμες. Σε παλιότερη δήλωσή του ανέφερε ότι «για να κατηγορηθεί κάποιος για παράβαση καθήκοντος πρέπει να υπάρχει είτε δόλος είτε όφελος.
Ο διευθυντής δεν είχε τίποτε από τα δύο, συνεπώς δεν στοιχειοθετείται η κατηγορία. Ρώτησα αρκετούς μάρτυρες αν ο πελάτης μου είχε κάποιο όφελος από την πράξη του και μου απάντησαν αρνητικά. Ο διευθυντής είχε προτείνει στον Βαγγέλη να αλλάξει δωμάτιο αλλά εκείνος αρχικά δεν ήθελε. Να τονίσω, επίσης, ότι από τον Απρίλιο του 2014 μέχρι και την εξαφάνιση δεν υπήρχαν περιστατικά σε βάρος του Βαγγέλη».