Ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά 1,3% το 2017 και κατά 1,9% το 2018 αναμένει ο Οργανισμός Ανάπτυξης και Οικονομικής Συνεργασίας (ΟΑΣΑ), σύμφωνα με την έκθεση «World Economic Outlook», η οποία δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Η επιστροφή της οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης εκτιμάται ότι θα εδραστεί στον αντίκτυπο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες αναμένεται να τονώσουν τις επενδύσεις και την κατανάλωση. Στα θετικά στοιχεία προστίθεται και η σταθεροποίηση του πολιτικού περιβάλλοντος, αλλά και οι ισχυρές επιδόσεις στον τουριστικό τομέα.
«Η πλήρης εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, η ταχύτερη βελτίωση της ρευστότητας και των χρηματοδοτικών συνθηκών στον τραπεζικό κλάδο, αλλά και κάποια μορφή περαιτέρω ελάφρυνσης του χρέους, θα τονώσουν περαιτέρω την οικονομική εμπιστοσύνη και την ανάκαμψη» αναφέρει αναλυτικά, ο ΟΟΣΑ.
Παρ’ όλα αυτά, η οικονομία αναμένεται να επηρεαστεί από τις εξωτερικές συνθήκες, καθώς το αδύναμο εμπόριο και η υποτονική ανάπτυξη σε Ε.Ε. και Κίνα θα επηρεάσουν τις ελληνικές εξαγωγές. Προκλήσεις θα προκύψουν και από τις γεωπολιτικές εντάσεις, όπως επίσης, και από τη μεταναστευτική κρίση.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, κατά τον ΟΟΣΑ, η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα περιορίσει τα «εμπόδια» στην αγορά της ενέργειας και των μεταφορών, παρέχοντας ισχυρή ώθηση στην παραγωγικότητα και την ανάπτυξη.
Όσον αφορά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ο Οργανισμός καθιστά σαφές ότι υπονομεύουν την πιστωτική επέκταση και επιβραδύνουν τον ρυθμό επενδύσεων. Ως αποτέλεσμα, καλεί τις αρχές να χρησιμοποιήσουν τα ήδη νομοθετημένα εργαλεία και να επιτύχουν τους στόχους που έχουν τεθεί.
Σχετικά με το χρέος, σημειώνει ότι τα υψηλά επίπεδά του υπονομεύουν την εμπιστοσύνη προς την οικονομία, γεγονός που επιτάσσεται μία επιπρόσθετη ελάφρυνση. «Ακόμη και εάν επιτευχθούν οι φιλόδοξοι μεσοπρόθεσμοι στόχοι, θα πρέπει να γίνουν περισσότερα για να καταστεί βιώσιμο» σχολιάζει, σχετικά.
Ο ΟΟΣΑ εκτιμά τέλος, ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 αναμένεται να «κλείσει» στο 0,5% του ΑΕΠ, υπερβαίνοντας τον στόχο, ενώ όσον αφορά την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων των επόμενων δύο ετών (2017 - 2018), προσδίδει ιδιαίτερη σημασία στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και στη μείωση των δαπανών.