Έντεκα εκατομμύρια σχολικά γεύματα θα διανεμηθούν φέτος, αρχής γενομένης από τον Φεβρουάριο, σε εβδομήντα χιλιάδες μαθητές δημοτικών σχολείων, τόνισε η Θεανώ Φωτίου.
Η αναπληρώτρια υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης υπογράμμισε ότι «για πρώτη φορά στην Ελλάδα» για αυτό τον σκοπό διατίθενται «από τον κρατικό προϋπολογισμό» είκοσι πέντε εκατομμύρια ευρώ για τα σχολικά γεύματα, διευκρινίζοντας ότι αυτό είναι κάτι διαφορετικό από την ιδιωτική συμμετοχή και τις συνεισφορές εταιριών και ιδρυμάτων σε προγράμματα, αλλά «είναι το κράτος, που ετοιμάζεται για μια μεγάλη αλλαγή».
Υπογράμμισε μιλώντας στο «Πρακτορείο 104,9 fm» ότι το πρόγραμμα των σχολικών γευμάτων αποτελεί, εκτός από ένα μέσο για την αντιμετώπιση της παιδικής φτώχιας και της παιδικής παχυσαρκίας (το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο σχεδιάζει τα γεύματα) και «μια εκπαιδευτική πολιτική, για την αριστερά».
Η ίδια ρωτήθηκε από τους συντελεστές της εκπομπής για τις παρατηρήσεις που διατύπωσε νωρίτερα στην ίδια εκπομπή, ο πρόεδρος του σωματείου κυλικειαρχών Θεσσαλονίκης Στέφανος Φακούδης, ο οποίος εστίασε σε ορισμένες αδυναμίες που παρατηρήθηκαν από την εφαρμογή του προγράμματος (όπως ότι ορισμένοι μαθητές δεν έχουν ανάγκη το γεύμα και το πετούν και ότι διανέμεται στη μία το μεσημέρι ενώ τα παιδιά που υποσιτίζονται το έχουν ανάγκη από την αρχή της σχολικής ημέρας) και ζήτησε να υπάρξει συνεργασία με τους κυλικειάρχες και να αξιοποιηθεί και η εμπειρία τους.
Απαντώντας, το κυβερνητικό στέλεχος, δεν το απέκλεισε, τονίζοντας, ότι απεναντίας όλοι πρέπει να συμβάλλουν, κυλικειάρχες, εκπαιδευτικοί και γονείς, ωστόσο, υπογράμμισε ότι προέχει πάνω από όλα να γίνει κατανοητή η στόχευση του προγράμματος, ώστε όλοι να συνεισφέρουν προς την ίδια κατεύθυνση.
«Δεν θέλω, όμως, να μπερδέψουμε τη φιλοσοφία του προγράμματος. Το πρόγραμμα δεν είναι μια τυρόπιτα. Το πρόγραμμα είναι ζεστό γεύμα. Είναι κανονικό ζεστό γεύμα, που παρασκευάζεται και δίνεται στα σχολεία… Το να τρώει (το παιδάκι) μέσα στο σχολείο είναι και ένα θέμα εκπαιδευτικής πολιτικής για την αριστερά. Δηλαδή, σιγά-σιγά τα παιδιά μας πρέπει να μάθουν να τρώνε υγιεινά, διότι πέρα από τα πολύ μεγάλα ποσοστά παιδικής φτώχιας που έχει η χώρα μας, είναι πρώτη και στα ποσοστά παχυσαρκίας, παιδικής παχυσαρκίας. Υπάρχει μια μεγαλύτερη στόχευση, πέρα από τη φτώχια», είπε η κ. Φωτίου και συνέχισε:
«Δεν είναι μόνο να αντιμετωπίσουμε τη φτώχια, δεν είναι μόνο να αντιμετωπίσουμε την υγιεινή και την παχυσαρκία της νέας γενιάς, είναι κυρίως να δημιουργήσουμε την έννοια της συλλογικότητας, όλοι μαζί μπορούμε, όλοι μαζί τρώμε, όλοι μαζί προσπαθούμε».
Η υπουργός αναφέρθηκε ενδεικτικά στην έρευνα του Γεωπονικού Πανεπιστημίου στο Πέραμα, που εκπονήθηκε μετά το πέρας του περσινού μικρού πιλοτικού προγράμματος, σημειώνοντας ότι έδειξε ότι «η σχολική απόδοση των παιδιών αυξήθηκε» και καταγράφηκε «μείωση της επιθετικότητας, καλύτερη συνεργασία, καλύτερες σχολικές επιδόσεις».
Χαρακτήρισε «συγκλονιστική» την εμπειρία από τη μέχρι τώρα εφαρμογή του προγράμματος, του «συλλογικού τραπεζιού» που στήνεται στα σχολεία, λέγοντας ότι τα οφέλη της δράσης αυτής θα μπορούσαν να συγκριθούν με εκείνα της εκπαιδευτικής σχολικής εκδρομής.
Η ίδια επεσήμανε, ακόμη, ότι σε πολλά σχολεία δεν υπάρχουν κυλικεία, εξαιτίας του ότι βρίσκονται σε περιοχές πολύ φτωχές (στις οποίες και εστιάζει κατά προτεραιότητα το πρόγραμμα) και οι μαθητές δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν είδη που προσφέρουν τα κυλικεία.
«Εμείς δεν θέλουμε να κλείσουμε τα κυλικεία, αλίμονο. Πριν αρχίσουμε όμως τις καταγγελίες, να καταλάβουμε τι πάμε να κάνουμε», είπε το στέλεχος της κυβέρνησης και συνέχισε:
«Εμείς φέτος θα οργανώσουμε έντεκα εκατομμύρια γεύματα. Από τώρα μέχρι του χρόνου τέτοια εποχή. Τα οποία θα ξεκινήσουν, μέσα στον Φεβρουάριο αρχίζουμε και θα επεκταθούν και τη νέα σχολική χρονιά. Είναι μεγάλο το εγχείρημα, όλους τους χρειαζόμαστε να βοηθήσουν. Αλλά θα βοηθήσουν μέσα σε μια φιλοσοφία, όχι έξω από τη φιλοσοφία. Ούτε είναι εδώ φιλανθρωπία. Εμείς δεν δίνουμε στο παιδί κρυφά τίποτε. Όλα τα παιδάκια τρώνε μαζί. Και για αυτό πάμε σε περιοχές που είναι πολύ χτυπημένες από τη φτώχια».
Η αναπληρώτρια υπ. Εργασίας τόνισε ότι είναι καταγεγραμμένες οι περιοχές σε Αττική και Θεσσαλονίκη, όπου υπάρχουν οι μεγαλύτερες ανάγκες και ότι το πρόγραμμα θα επεκταθεί, αλλά εφαρμόζεται «μόνο, υπό τον όρο ότι συμφωνούν οι δάσκαλοι και οι γονείς».
«Ακούμε τους κυλικειάρχες, θα συνεργαστούμε και μαζί τους και θα δούμε πώς θα προχωρήσουμε συνολικά», είπε η αναπληρώτρια υπουργός και πρόσθεσε: «Όλοι θα συμβάλουμε. Και οι κυλικειάρχες που επιτελούν κι αυτοί ένα πολύ σημαντικό έργο στη σχολική ζωή και οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς και το υπουργείο Παιδείας, βεβαίως».