Η θετική δυναμική που έχει διαμορφωθεί στην οικονομία πρέπει να διασφαλιστεί με την άμεση ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και να στηριχθεί στην υλοποίηση των στόχων του προγράμματος και στην επιτάχυνση του ρυθμού εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που έχουν συμφωνηθεί, τόνισε ο Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στη Βουλή, στη συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων, που είχε αντικείμενο την έκθεση της ΤτΕ για την οικονομία.
Όπως είπε, «αυτό θα διευκολύνει επίσης τη λήψη αποφάσεων για τα μέτρα που θα διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και την ένταξη των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Κάτι τέτοιο θα προλειάνει το έδαφος για την πλήρη επάνοδο του Ελληνικού Δημοσίου και των ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς κεφαλαιαγορές».
«Δεν υπάρχει ορθολογική επιλογή μεταξύ ολοκλήρωσης της αξιολόγησης τώρα ή αργότερα. Αργότερα οι συνθήκες θα είναι πολύ χειρότερες. Αργότερα ίσως θα είναι πολύ αργά».
Στο πλαίσιο αυτό, ο Γ. Στουρνάρας απευθύνει έκκληση για «επίδειξη ρεαλισμού και ευελιξίας τόσο από την ελληνική πλευρά, όσο και από τους εταίρους, με τελικό στόχο την άμεση ολοκλήρωση της αξιολόγησης του προγράμματος, μαζί με μία δέσμευση για την ισχύ των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους. Τόσο η σημαντική υπερκάλυψη του δημοσιονομικού στόχου για το 2016, η οποία εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ περίπου, όσο και η καλύτερη του αναμενόμενου εξέλιξη του ΑΕΠ, αποτελούν σοβαρούς λόγους αλλά και διαπραγματευτικά όπλα, για μια άμεση και επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης».
Οι προβλέψεις
Οι προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ελληνική οικονομία δείχνουν ότι η ανάκαμψη της δραστηριότητας, η οποία ξεκινά από το β’ εξάμηνο του 2016, θα συνεχιστεί επιταχυνόμενη στα έτη 2017, 2018 και 2019. Συγκεκριμένα, ενώ το 2016 αναμένεται αύξηση του ΑΕΠ της τάξεως του 0,4%, για το 2017 προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης 2,5%, ο οποίος εκτιμάται ότι θα επιταχυνθεί στο 3% τα έτη 2018 και 2019, βασιζόμενος στην άνοδο των επενδύσεων, της κατανάλωσης και των εξαγωγών.
Να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις
Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια και την ανάκτηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους εργασίας, δεν έχει επιτευχθεί αντίστοιχη πρόοδος στην ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας σε όρους τιμών, τόνισε ο διοικητής της ΤτΕ. Επίσης, παρά την έως τώρα βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους, οι εξαγωγές αγαθών υπολείπονται του επιπέδου που θα αναμενόταν με βάση τις ιστορικές συσχετίσεις μεταξύ των μεγεθών. Αυτό μπορεί σε μεγάλο βαθμό να αποδοθεί στην έλλειψη επαρκούς χρηματοδότησης, στο υψηλότερο κόστος μακροπρόθεσμου δανεισμού, στην αυξημένη αβεβαιότητα, καθώς και στο ότι οι μεταρρυθμίσεις στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών καθώς και η εξάλειψη των ποικίλων αντικινήτρων στην επενδυτική δραστηριότητα έχουν καθυστερήσει σε σχέση με τις μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη γίνει στην αγορά εργασίας.
Συνεπώς, η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων αναμένεται να επιταχύνει την ανάκαμψη και την αναδιάρθρωση της οικονομίας υπέρ των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών και την αύξηση των εξαγωγών. Απαιτείται όμως παράλληλα και βελτίωση της χρηματοδότησης και της ρευστότητας της οικονομίας. Κυρίως όμως απαιτείται η εξάλειψη των ποικίλων επενδυτικών αντικινήτρων, προκειμένου να ενισχυθούν οι επενδύσεις και οι ξένες άμεσες επενδύσεις μέσω τόσο των χρηματικών εισροών όσο και της επανεπένδυσης των κερδών πολυεθνικών εταιριών, και να αυξηθεί η εξαγωγική βάση αλλά και το (χαμηλό) τεχνολογικό περιεχόμενο των εξαγώγιμων αγαθών. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι οι επενδύσεις πριν από την κρίση ήταν 24% του ΑΕΠ, ενώ σήμερα κυμαίνονται γύρω στο 11%, ποσοστό που είναι πολύ χαμηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, που είναι περίπου 20%.
Οι τράπεζες
Για πρώτη φορά από τις αρχές της κρίσης, παρατηρήθηκε μείωση του ύψους των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε απόλυτα μεγέθη. Παράλληλα, το ποσοστό κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από τις συσσωρευμένες προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο παραμένει περίπου στο 50%, ενώ, αν προστεθεί στις συσσωρευμένες προβλέψεις και η αξία των εξασφαλίσεων που έχουν ληφθεί από τις τράπεζες έναντι των εν λόγω δανείων, τότε το ποσοστό κάλυψης ανέρχεται σε 100% περίπου.
Τέλος, όσον αφορά στην κεφαλαιακή επάρκεια, τον Σεπτέμβριο του 2016 ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 - CET1), σε ενοποιημένη βάση, ανήλθε σε 18,1% (Δεκέμβριος 2015: 16,3%) και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 18,2% (Δεκέμβριος 2015: 16,5%).
Διαπιστώνεται, σημειώνει ο Γ. Στουρνάρας, ότι έχει σημειωθεί πρόοδος στην αντιμετώπιση αυτής της κρισιμότερης πρόκλησης για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Ειδικότερα, οι τράπεζες προχώρησαν στη διάρκεια του εννεαμήνου του 2016 σε αύξηση στη ρύθμιση των μη εξυπηρετούμενων οφειλών κατά 11,3%, επιλέγοντας μάλιστα στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ρυθμίσεις με μακροπρόθεσμη προοπτική, οι οποίες πλέον αντιστοιχούν στο 44% περίπου του συνόλου των ρυθμίσεων και οριστικών διευθετήσεων οφειλών.
Οι κίνδυνοι
Ο σημαντικότερος και αμεσότερος κίνδυνος είναι η μη έγκαιρη κατάληξη των διαπραγματεύσεων για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος, τόνισε ο Γιάννης Στουρνάρας.
Επίσης, ενδεχόμενη αναβολή των αποφάσεων για τη διατύπωση συγκεκριμένων μέτρων με στόχο τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, εκ μέρους των εταίρων, θα αποτελούσε τροχοπέδη για τη βελτίωση των οικονομικών και επενδυτικών προοπτικών της χώρας και θα εξασθενούσε τις προοπτικές διατηρήσιμης πρόσβασης του Ελληνικού Δημοσίου και των ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων και κατ’ επέκταση τις προοπτικές οριστικής εξόδου από την κρίση.
Στο εσωτερικό εξακολουθούν να υφίστανται αρκετά εμπόδια που επιβαρύνουν το επιχειρηματικό κλίμα και δυσχεραίνουν την υλοποίηση επενδύσεων, πέραν της αβεβαιότητας που σχετίζεται με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Ορισμένα από αυτά συνδέονται με τις γραφειοκρατικές διαδικασίες της κεντρικής διοίκησης, αλλά αφορούν και τα προσκόμματα που θέτουν διάφορα μικρά ή μεγάλα κατεστημένα συμφέροντα και παράγοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Εμπόδια υφίστανται και στην ομαλή λειτουργία των αγορών. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας όπου, με πρόσφατα νομοθετήματα, εισήχθησαν ρυθμίσεις που στρεβλώνουν τη λειτουργία της και δημιουργούν μείζονα προβλήματα ακόμα και σε επιχειρήσεις που αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του συστήματος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η δημοσιονομική προσαρμογή στηρίζεται ως επί το πλείστον σε μέτρα από την πλευρά των εσόδων, υπάρχει ο κίνδυνος η αυξημένη φορολόγηση να έχει μεγαλύτερες του αναμενομένου αρνητικές συνέπειες στην οικονομική δραστηριότητα. Συνεπώς, θα ήταν ευκταία η βελτίωση του μίγματος οικονομικής πολιτικής.
Παρά τα αξιοσημείωτα βήματα προόδου και την αναβάθμιση του σχετικού θεσμικού και νομοθετικού πλαισίου, υπάρχουν ακόμη ορισμένα κενά στο νομοθετικό πλαίσιο για τον δραστικό περιορισμό του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στη δυνατότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων να χρηματοδοτήσουν νέες επενδύσεις. Εξίσου σημαντικές είναι οι απαιτούμενες παρεμβάσεις σε συστήματα και υποδομές του εγχώριου δικαστικού πλαισίου, το οποίο καλείται να επιλύσει αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες υποθέσεις που αφορούν είτε σε δικαιώματα πιστωτών είτε σε προστασία δανειοληπτών.
Τέλος, υπάρχουν κίνδυνοι και αβεβαιότητες για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας και την ανάκαμψη του παγκόσμιου εμπορίου, που οφείλονται, μεταξύ άλλων, στην άνοδο του λαϊκισμού και της αντιευρωπαϊκής ρητορικής, στην άνοδο της πολιτικής αβεβαιότητας σε αρκετές ανεπτυγμένες χώρες, στην έξαρση του προστατευτισμού διεθνώς και σε ενδεχόμενη επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης.
Πηγή: euro2day