Οι επενδυτές της ευρωζώνης μεταφέρουν συνεχώς ένα αυξανόμενο ποσοστό των χρημάτων τους εκτός της νομισματικής ένωσης, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που δόθηκαν σήμερα στη δημοσιότητα, καταδεικνύοντας την αυξανόμενη ανησυχία τους παρά την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας και το συνεχιζόμενο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης του κεντρικού πιστωτικού ιδρύματος της ΕΕ.
Τα επενδυτικά ταμεία της ευρωζώνης κρατούσαν 4,7 τρισεκατομμύρια ευρώ του δημόσιου χρέους και άλλων πόρων στα κράτη μέλη της στα τέλη του 2016, ενώ στα χαρτοφυλάκιά τους ανήκαν επίσης άλλα 4,6 τρισεκατομμύρια σε πόρους στο εξωτερικό, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ. Ο λόγος των επενδύσεων εντός και εκτός της ευρωζώνης ήταν κατά προσέγγιση δύο προς ένα, όταν το κεντρικό πιστωτικό ίδρυμα άρχισε να τηρεί τέτοια στοιχεία από το 2008.
Όμως η διαφορά του μεγέθους των επενδύσεων εντός ευρωζώνης και εκτός αυτής άρχισε να μειώνεται, όταν ξέσπασε η κρίση κρατικού χρέους στην ευρωζώνη και μειώθηκε ακόμη περισσότερο το προηγούμενο έτος.
Οι φόβοι για το μέλλον της ευρωζώνης με τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια και οι δυσμενέστερες προοπτικές για την ανάπτυξη σε σύγκριση με τις ΗΠΑ είναι πιθανό να διαδραμάτισαν ρόλο στην μεταστροφή των επενδυτών.
Η ΕΚΤ δεν προχώρησε σε κάποιο σχόλιο σχετικά με τα δεδομένα που δημοσιοποίησε.
Ακόμη και η ανάκαμψη της οικονομίας στην ευρωζώνη δεν σώζει την κατάσταση καθώς γίνεται σαφές πως δεν ωφελούνται το ίδιο όλες οι χώρες και οι εκκλήσεις για την αποχώρηση από το ενιαίο νόμισμα γίνονται πιο ισχυρές με τις εκλογές σε Γαλλία και Ιταλία να πλησιάζουν.
Σύμφωνα με έρευνα του πρακτορείου ειδήσεων Ρόιτερς τον περασμένο μήνα, οι Ευρωπαίοι επενδυτές αύξησαν τις τοποθετήσεις τους σε αξιόγραφα στις ΗΠΑ, καθώς μοιάζουν να στοιχηματίζουν στο ότι η κυβέρνηση του ρεπουμπλικάνου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ θα προχωρήσει σε μεγάλες δημόσιες δαπάνες, που θα επιταχύνουν την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό.
Η ΕΚΤ προσπαθεί να επιτύχει κάτι αντίστοιχο εφαρμόζοντας μια επιθετική πολιτική χαμηλών επιτοκίων και αγοράς αξιογράφων. Όμως διαμαρτύρεται διότι το πακέτο τόνωσης της οικονομίας που προωθεί δεν υποστηρίζεται από αντίστοιχες πρωτοβουλίες των εθνικών κυβερνήσεων ή των ευρωπαϊκών θεσμών.