Μεγάλωσε σε μία παράγκα καθώς οι μετανάστες γονείς της είχαν βρει εκεί καταφύγιο μαζί με τρεις άλλες οικογένειες, δουλεύοντας στις γερμανικές φάμπρικες τη δεκαετία του ’60. Την ξεχώρισε για το θάρρος της ο Βίλι Μπραντ, τη λάτρεψε ο Χέλμουτ Σμιτ και σήμερα την εμπιστεύεται ο Μάρτιν Σουλτς στην κούρσα των Σοσιαλδημοκρατών προς την καγκελαρία.
Είναι η Στέλλα Κυργιανέ-Εφραιμίδου από τη Θεσσαλονίκη που όντας παιδάκι περπατούσε 3,5 χιλιόμετρα με τα πόδια για να πάει σχολείο, γιατί ο Γερμανός οδηγός του λεωφορείου δεν σταματούσε να πάρει τα «ξένα παιδιά», εκείνη και τον αδελφό της Αγγελο.
Σήμερα αποτελεί την μεγάλη ελπίδα των Σοσιαλδημοκρατών. «Ηταν πολύ δύσκολα χρόνια τότε. Για πρώτη φορά, νιώσαμε σαν παιδιά τι σημαίνει να μη σε θέλει κάποιος. Είχαμε δασκάλους που δεν μας ήθελαν και βαδίζαμε μέσα στο χιόνι γιατί ο οδηγός του λεωφορείου αδιαφορούσε μόλις μας έβλεπε. Αλλά είχα και Γερμανούς δασκάλους που με βοήθησαν πολύ και Γερμανούς γείτονες που με λάτρεψαν. Είναι σκληρή η ζωή του μετανάστη», λέει στη Realnews η Στ. Κυργιανέ-Εφραιμίδου.
Η ίδια δεν θα ξεχάσει τον καθηγητή της Νεκαμάν στο Γυμνάσιο, ούτε τους Γερμανούς που νοίκιασαν στους γονείς της το διαμέρισμα, για να μετακομίσουν από την παράγκα, και πρόσεχαν την ίδια και τον αδελφό της επειδή οι γονείς τους δούλευαν στο εργοστάσιο.
Για την κρίση στη χώρα μας, τα μνημόνια και την καταπολέμηση της ανεργίας, η Στ. Κυργιανέ-Εφραιμίδου έχει ξεκάθαρη άποψη, η οποία βασίζεται στο μοντέλο ανάπτυξης που εφαρμόζεται στη Γερμανία.
«Η Ελλάδα δεν μπορεί να ζει μόνο με δημοσίους υπαλλήλους. Πρέπει να αλλάξει το σύστημα παιδείας, ώστε τα νέα παιδιά να μαθαίνουν επαγγέλματα για να μη χρειάζεται να τους απορροφά το Δημόσιο, αλλά ιδιωτικές επιχειρήσεις. Τόσα χρόνια μνημονίων και δεν έχω ακούσει ούτε για μία προσπάθεια για το πώς θα κατακτήσουμε την ανάπτυξη. Πού είναι οι συναντήσεις με τις μεγάλες εταιρείες της Ευρώπης που θα μπορούσαν να εγκατασταθούν στηνΕλλάδα; Δεν έχω ακούσει τίποτα», διαπιστώνει.