Σανίδα σωτηρίας στη μείωση των νέων συντάξεων φέρνει ο τελευταίος συντελεστής που ολοκληρώνει την εξίσωση για τον υπολογισμό και «ξεπαγώνει» τη διαδικασία. Η επίμαχη τροπολογία που κατατέθηκε στη Βουλή οριστικοποιεί τον υπολογισμό των συντάξεων με βάση τον νόμο Κατρούγκαλου και σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις των ειδικών οδηγεί κατά μέσον όρο σε βελτίωση της βάσης υπολογισμού έως και 10%.
Κι αυτό επειδή τα «καλά έτη» στην 15ετία από το 2002, είναι περισσότερα από τα «κακά». Οι ειδικοί υπολογίζουν πως ο νέος δείκτης μεταφράζεται σε μετριασμό των απωλειών για όσους αποχωρήσουν από 13/5/2016 και μετά κατά 3% - 5% συγκριτικά με τους παλαιούς τρόπους υπολογισμού που ίσχυαν μέχρι τον Μάιο του 2016.
Η μείωση διαμορφώνεται πλέον στο 12% - 16% για τους νέους συνταξιούχους. Στην προκρούστεια κλίνη του νέου τρόπου υπολογισμού βρίσκονται 250.000 ασφαλισμένοι που πρόκειται να συνταξιοδοτηθούν από 13/5/2016 μέχρι και 31/12/2020.
Προσοχή, καθώς ο νέος συντελεστής δεν αφορά τις παλαιές συντάξεις και όσες θα εκδοθούν με το παλαιό σύστημα (δηλαδή αιτήσεις από τις 12/5/2016 και πριν). Αντίθετα αφορά όλους τους νέους συνταξιούχους από 13/5/2016 και μετά, καθώς αναπροσαρμόζει τη βάση υπολογισμού της σύνταξής τους, που είναι οι μισθοί/ αποδοχές τους από το 2002 και μετά.
Αυτές οι αποδοχές «μετράνε» σύμφωνα με τον νόμο Κατρούγκαλου στον υπολογισμό των νέων συντάξεων. Όπως αναφέρει η επίμαχη τροπολογία, «η αναπροσαρμογή των συντάξιμων αποδοχών για το διάστημα έως και το 2020 διενεργείται κατά τη μεταβολή του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής».
Για το διάστημα από το 2021 και εφεξής, η αναπροσαρμογή αναμένεται να διενεργείται με βάση τον δείκτη μεταβολής μισθών, που θα πρέπει μέχρι τότε υπολογιστεί από την ΕΛΣΤΑΤ. Ως έτος αναφοράς για τον υπολογισμό της μεταβολής του δείκτη θα χρησιμοποιηθεί – σύμφωνα με πληροφορίες – το εκάστοτε τρέχον έτος συνταξιοδότησης.
Δηλαδή για όσους βγουν φέτος, έτος αναφοράς θα είναι το 2017. Οι πρώτες μετρήσεις των ειδικών δείχνουν πως για φέτος ο νέος συντελεστής έχει μεσοσταθμικά θετική επίδραση στη βάση υπολογισμού συγκριτικά με τον δείκτη μεταβολής μισθών.
Κι αυτό επειδή οι μειώσεις μισθών την περίοδο 2010 – 2015 ήταν πολύ μεγαλύτερες από τις μειώσεις των τιμών των προϊόντων που διαμορφώνουν τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Αυτό οδηγεί, κατά τους ειδικούς, σε ελαφρά διόρθωση των αποδοχών, τουλάχιστον για όσους έχουν πλήρη ασφαλιστικό βίο από το 2002.
Ενδεικτικά αναφέρεται πως τα «καλά έτη», κατά την διάρκεια των οποίων ο συντελεστής κινείται πάνω από τη μονάδα, είναι η περίοδος 2002 – 2010. Ειδικότερα ο συντελεστής αναμένεται να ξεκινά από 1,3 για το 2002 – κι αυτό σημαίνει πως 1 ευρώ του 2002 ισούται με 1,3 ευρώ σήμερα – και να βαίνει μειούμενος (π.χ. 1,26 το 2003) μέχρι να φτάσει στη μονάδα το 2010.
Τα ιδιαίτερα καλά χρόνια είναι η 6ετία 2002 – 2007. Αυτό σημαίνει πως τη μεγαλύτερη ωφέλεια από τη νέα βάση υπολογισμού μπορούν να πετύχουν όσοι είχαν υψηλές αποδοχές αυτές τις χρονιές «κλειδί». Αντίθετα, τα χρόνια 2008, 2009 και 2010 δεν υπάρχει προσαύξηση αποδοχών, καθώς ο συντελεστής είναι κοντά στη μονάδα.
Τα «κακά χρόνια» ξεκινούν από το 2011 και φτάνουν έως το 2014. Εκεί τοποθετούνται τα αρνητικά πρόσημα, καθώς ο συντελεστής πέφτει λίγο κάτω από τη μονάδα – κοντά στο 0,98% - και απομειώνει αντίστοιχα τις συντάξιμες αποδοχές αυτών των ετών. Αυτό σημαίνει πως οι μέσοι μισθοί της συγκεκριμένης 4ετίας, που ούτως ή άλλως είναι μειωμένοι λόγω της κρίσης, θα απομειώνονται ακόμη περισσότερο για να μπουν στον λογαριασμό της νέας σύνταξης.
Η απομείωσή τους όμως κινείται σε οριακά επίπεδα. Το 2015 και το 2016 ο συντελεστής επιστρέφει στη μονάδα. Με αντίστοιχη αναπροσαρμογή θα λειτουργήσει ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή και στις περιπτώσεις εκείνες που η καταβολή των εισφορών γινόταν με τεκμαρτές κατηγορίες (ΟΑΕΕ,ΕΤΑΑ).
Σημειώνεται πως η εν λόγω μέθοδος είχε χρησιμοποιηθεί και από τον προηγούμενο νόμο 3863/2010 για να επιτευχθούν η αναπροσαρμογή των αποδοχών και η κατά το δυνατόν χαμηλότερη απώλεια σε συντάξεις. Ο ίδιος δείκτης θα επηρεάζει το κόστος αναγνώρισης πλασματικών ετών ασφάλισης, το ύψος των αποδοχών για τον υπολογισμό του εφάπαξ, τις ασφαλιστικές οφειλές των νέων επιστημόνων, την εισφορά προαιρετικής ασφάλισης κ.α.
ΠΗΓΗ: Έθνος