Στην σχέση της ΤτΕ με την ιστορία – και ειδικότερα με την οικονομική ιστορία αναφέρθηκε ο Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας σε εκδήλωση με αφορμή το βιβλίο «Κυριάκος Βαρβαρέσος: η βιογραφία ως οικονομική ιστορία», μια έκδοση του Κέντρου Πολιτισμού, Έρευνας και Τεκμηρίωσης της Τράπεζας της Ελλάδος.
Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ η σχέση αυτή έχει τρεις βασικές διαστάσεις:
Πρώτα απ’ όλα, από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα, η Τράπεζα της Ελλάδος μετέχει στην παραγωγή οικονομικής ιστορίας. Με την πολιτική της, με τις ενέργειες, τις προτάσεις και τις παρεμβάσεις της, συμμετέχει στη διαμόρφωση των οικονομικών εξελίξεων. Στέκεται δίπλα στην εκάστοτε πολιτική ηγεσία και στο πλάι του τραπεζικού συστήματος, και αρθρώνει τον δικό της, αυτόνομο λόγο. Μελετά, υποδεικνύει, αντιπαρατίθεται, επιβραβεύεται ή επικρίνεται – σε κάθε περίπτωση όμως συμμετέχει και συν-διαμορφώνει την οικονομική πραγματικότητα.
Ο αναγνώστης δεν θα δυσκολευτεί να αναγνωρίσει αυτόν τον ρόλο της Τράπεζας στις σελίδες του βιβλίου. Τα πρώτα τραπεζικά βήματα του Βαρβαρέσου ταυτίζονται με τα χρόνια της ίδρυσης και συγκρότησης του εκδοτικού ιδρύματος, αλλά και με το ξέσπασμα της κρίσης του 1929. Ο ίδιος κλήθηκε από νωρίς να αναλάβει τα ηνία της οικονομικής πολιτικής. Παραμονές της πτώχευσης του 1932, ο Ελευθέριος Βενιζέλος του ανέθεσε να φέρει σε πέρας την υποτίμηση και τις διαπραγματεύσεις με τους ξένους ομολογιούχους. Τα επόμενα χρόνια, ο Βαρβαρέσος μετέτρεψε το εκδοτικό ίδρυμα στον βασικό διαχειριστή των εμπορικών συμφωνιών που κυριάρχησαν στο μεσοπολεμικό τοπίο.
Στην Κατοχή, μετέφερε την έδρα της Τράπεζας στο εξωτερικό, αναλαμβάνοντας παράλληλα τα οικονομικά της εξόριστης κυβέρνησης και τις διαπραγματεύσεις για τη μεταπολεμική βοήθεια. Το 1945, κλήθηκε να εφαρμόσει ένα φιλόδοξο σταθεροποιητικό πρόγραμμα και δεν δίστασε να συγκρουστεί με ισχυρούς οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες. Περισσότερο ίσως από οποιονδήποτε άλλο, ο Κυριάκος Βαρβαρέσος επαληθεύει τον ιστορικό ρόλο της Τράπεζας και των ανθρώπων της.
Δεύτερον, η Τράπεζα της Ελλάδος δεν είναι μόνο παραγωγός, αλλά και θεματοφύλακας της ιστορίας. Από τη συστηματική επεξεργασία οικονομικών δεικτών μέχρι την αναζήτηση, συγκέντρωση και ταξινόμηση αρχειακών τεκμηρίων, όπως αυτά που συνθέτουν το Αρχείο Βαρβαρέσου, στο οποίο στηρίχθηκε μεταξύ άλλων τούτη η βιογραφία, η Τράπεζα της Ελλάδος συμμετέχει στη διαφύλαξη και ανάδειξη των ιστορικών πηγών που προάγουν τη μελέτη του παρελθόντος.
Αναγνωρίζοντας μάλιστα την ιδιαίτερη σημασία αυτής της αποστολής, η Τράπεζα προχώρησε τα τελευταία χρόνια στη συγκέντρωση των συναφών δραστηριοτήτων κάτω από την «ομπρέλα» του Κέντρο Πολιτισμού, Έρευνας και Τεκμηρίωσης.
Η ερευνητική διάσταση του εγχειρήματος είναι σημαντική: το ζητούμενο δεν είναι μόνο η διαφύλαξη των πηγών. Τα ιστορικά τεκμήρια δεν είναι σκονισμένα έγγραφα σε συρτάρια. Αποκτούν νόημα μόνο όταν «ξεσκονίζονται», όταν αξιοποιούνται από την επιστημονική κοινότητα και προάγουν την ιστορική έρευνα.
Για αυτόν τον λόγο, η Τράπεζα καλεί έγκριτους επιστήμονες, οικονομολόγους και ιστορικούς, να αξιοποιήσουν το ιστορικό υλικό και να προσφέρουν νέα ευρήματα, νέες υποθέσεις εργασίας και νέες ιστορίες. Το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα είναι προϊόν αυτής της προσπάθειας και η ποιότητά του θεωρώ πως επιβεβαιώνει την ορθότητα του προσανατολισμού μας. Τα προσεχή χρόνια, η Τράπεζα θα συνεχίσει σε αυτήν την κατεύθυνση, εμπλουτίζοντας τις αρχειακές της συλλογές, διοργανώνοντας εκδηλώσεις και υποστηρίζοντας νέες ερευνητικές πρωτοβουλίες.
Τρίτον, και θα κλείσω με αυτό, η σχέση της Τράπεζας με την ιστορία είναι αμφίδρομη. Η Τράπεζα δεν παράγει και δεν διαφυλάττει μόνο την ιστορία· η Τράπεζα, όπως και η κάθε κεντρική Τράπεζα, είναι υποχρεωμένη να συνομιλεί με το παρελθόν σε ενεστώτα χρόνο. Μια από τις αρετές αυτής της βιογραφίας, ακριβώς εξαιτίας της οπτικής της «οικονομικής ιστορίας», είναι η ευκολία με την οποία ανοίγει αυτή τη συζήτηση με τη οικονομική επικαιρότητα.
Ως τραπεζίτης, ο Βαρβαρέσος παρακολούθησε τους κλυδωνισμούς του παγκόσμιου νομισματικού συστήματος, από την κατάρρευση του κανόνα του χρυσού και στις νομισματικές αρρυθμίες του μεσοπολέμου έως το συνέδριο στο Bretton Woods. Επηρεασμένος από τις επιπτώσεις της Μεγάλης Ύφεσης, επέμεινε στην εξεύρεση κατάλληλων μηχανισμών για την έγκαιρη διαχείριση των διεθνών ανισορροπιών. Ανισορροπιών σε συστήματα σταθερών ισοτιμιών, ανάλογων όσων βρέθηκαν στον πυρήνα της κρίσης που αντιμετώπισε η Ευρωζώνη μετά το 2010. Έχοντας βιώσει την κατάρρευση του κοινοβουλευτισμού και τον εξτρεμισμό του Μεσοπολέμου, επέμεινε επίσης στη σημασία της διακρατικής συνεργασίας για την αντιμετώπιση τέτοιων προβλημάτων, που έρχονται να δοκιμάσουν την πολιτική συνοχή των χωρών. Οι προβληματισμοί του Βαρβαρέσου παραμένουν επίκαιροι.
Ως υπουργός Οικονομικών, βίωσε πολλές φορές και τις αντιδράσεις που προκαλούν όσες πρωτοβουλίες θίγουν οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα. Οι αποτυχίες του – και το βιβλίο δεν διστάζει να τις αναδείξει – μας υπενθυμίζουν τις δυσκολίες που ενέχει διαχρονικά κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια, ειδικά όταν δεν υποστηρίζεται από κατάλληλες πολιτικές συμμαχίες. Η όποια εξωτερική βοήθεια, οι όποιες ξένες πιέσεις, δεν αρκούν για να απαλλάξουν τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες από τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής. Οι δυσκολίες του Βαρβαρέσου, παραμένουν επίκαιρες.
Ως διαπραγματευτής, κλήθηκε πολλές φορές να εκπροσωπήσει τη χώρα σε διεθνείς διασκέψεις και να συνομιλήσει με τεχνοκράτες, επιχειρηματίες και πολιτικούς. Απέκτησε τη φήμη του σκληρού αλλά οξυδερκούς συνομιλητή· αυτή άλλωστε τον έφερε στο πλάι του J. M. Keynes, στο συνέδριο του Bretton Woods. Διακρίθηκε για την εμμονή του στους κοινά συμφωνημένους κανόνες κάθε διαπραγμάτευσης. Επέμεινε στη σωστή ποσοτική τεκμηρίωση κάθε ελληνικού αιτήματος.
Διαμαρτυρόμενος στον υπουργό Εξωτερικών το 1945 – διαβάζουμε στο βιβλίο – καταδίκαζε τις υπερβολές, τα «κενά ρητορικά σχήματα» και τις «εκκλήσεις ενθυμίζουσες επαρχιακά συλλαλητήρια», που μόνο ζημιά έκαναν στη διαπραγματευτική θέση της χώρας. Οι παραινέσεις του παραμένουν επίκαιρες.