Τα ελληνικά νοικοκυριά ξοδεύουν ενάμιση δισεκατομμύριο ευρώ το χρόνο για ιδιωτικές υπηρεσίες εκπαίδευσης (φροντιστήρια, ιδιαίτερα μαθήματα κ.α.).
Όπως προκύπτει απο την έρευνα για τα «βασικά μεγέθη της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης» στην Ελλάδα που παρουσίασε σήμερα το Ινστιτούτο ΚΑΝΕΠ της ΓΣΕΕ, το 2014 οι ελληνικές οικογένειες ξόδεψαν για φροντιστήρια περίπου ένα εκατομμύρια ευρώ, για ξένες γλώσσες 660 εκατομμύρια ευρώ και για ιδιαίτερα μαθήματα 271 εκατομμύρια ευρώ.
Όπως προκύπτει απο την έρευνα, το 2014 στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, καταγράφεται:
- Μείωση της δημόσιας δαπάνης για εκπαίδευση κατά -54,7% ή κατά 4,5 δισεκατομμύρια ευρώ έναντι του 2008.
- Μείωση της ιδιωτικής δαπάνης για εκπαίδευση κατά -31,8% ή κατά 1,7 δισεκατομμύρια ευρώ έναντι του 2009.
- Συνολική δαπάνη για εξωσχολική υποστήριξη ύψους 1,4 δισεκατομμύρια ευρώ και συγκεκριμένα 500,8 εκατομμύρια ευρώ για δίδακτρα φροντιστηρίων, 271,0 εκατομμύρια ευρώ για ιδιαίτερα μαθήματα και 660,1 εκατομμύρια ευρώ για ξένες γλώσσες.
- Συνεχής μείωση του μαθητικού πληθυσμού των Δημοτικών σχολείων κατά -4,5% ή κατά 29.615 μαθητές/-τριες έναντι του 2004 (το φαινόμενο θα επιδιενωθεί λόγω της υπογεννητικότητας).
- Το ποσοστό των μαθητών που φοιτούν με ηλικία μεγαλύτερη από την προβλεπόμενη για την τάξη τους είναι 52,8% στα Επαγγελματικά Λύκεια και ΕΠΑΣ, 10,7% στα Γυμνάσια, 8,3% στα Γυμνάσια και 4,5% στα Δημοτικά, με όλα τα ποσοστά να καταγράφουν μικρή μείωση έναντι του 2002.
- Φοιτούσαν 142.613 αλλοδαποί μαθητές και συγκεκριμένα: 17.253 στο Νηπιαγωγείο, 67.410 στο Δημοτικό, 32.477 στο Γυμνάσιο, 13.557 στο Γενικό Λύκειο και 11.916 στο Επαγγελματικό Λύκειο & ΕΠΑΣ.
- Φοιτούσαν σε ειδικές τάξεις του Νηπιαγωγείου 1.936 μαθητές/-τριες και 22.930 μαθητές/-τριες φοιτούσαν σε ειδικές τάξεις του Δημοτικού.
- Η επάρκεια των υποδομών (αίθουσες διδασκαλίας, εργαστήρια, αίθουσες πολλαπλών χρήσεων, βιβλιοθήκη, γυμναστήρια) στο δημόσιο τομέα της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευση κρίνεται οριακά επαρκής αλλά δεν καταγράφονται παρά ελάχιστες σχετικές δαπάνες για ανακαίνιση των υποδομών και ανανέωση του εξοπλισμού, στο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων .
- Μείωση του διδακτικού προσωπικού της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κατά 32.717 έναντι του 2008.
- Γήρανση του διδακτικού προσωπικού με τη μέση ηλικία των εκπαιδευτικών να είναι 41,4 χρονών στο Νηπιαγωγείο, 42,2 χρονών στο Δημοτικό, 45,7 χρονών στο Επαγγελματικό Λύκειο, 46,3 χρονών στο Γυμνάσιο και 47,5 χρονών στο Γενικό Λύκειο.
- Εργάζονται στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση συνολικά 10.948 αναπληρωτές εκπαιδευτικοί, με τις εκτιμήσεις της αντίστοιχης ανάγκης για το σχολικό έτος 2017-2018 να είναι τουλάχιστον διπλάσια του 2014.
- Διέκοψαν αδικαιολόγητα τη φοίτησή τους πριν τη λήξη της χρονιάς συνολικά 37.610 μαθητές/-τριες.
- Συνολικά 122.312 μαθητές/-τριες που δεν διέκοψαν τη φοίτησή τους, προήχθησαν ή απολύθηκαν οριακά (μέχρι 12,5) ή απορρίφθηκαν και επανέλαβαν την τάξη.
Γενικά συμπεράσματα έκθεσης
Από το σύνολο των παρατηρήσεων της ετήσιας έκθεσης της ΓΣΕΕ προκύπτουν τα ακόλουθα γενικά συμπεράσματα για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα στο τμήμα του που επικεντρώνεται στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση:
Το σύστημα που εφαρμόζεται στην δημόσια εκπαίδευση της Ελλάδας υποκρύπτει ασυνέπειες στη δομή και τους στόχους του. Σε όλες τις παραμέτρους που ανιχνεύτηκαν στην μελέτη, τα υποσυστήματα και οι βαθμίδες αποκλίνουν σημαντικά και χωρίς συνέπεια που να ανταποκρίνεται στη θέση τους στο σύστημα. Για παράδειγμα, η επάρκεια υποδομών διαφοροποιείται από βαθμίδα σε βαθμίδα και μπορεί να συγκλίνει σε μη επικοινωνούντα υποσυστήματα.
Το Γυμνάσιο αποτελεί το δυνατό σημείο της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε όλους τους δείκτες, ενώ το Γενικό Λύκειο εμφανίζεται ως δυνατό σημείο μόνο ως προς το δείκτη επάρκειας αιθουσών, όπου κατέχει την υψηλότερη τιμή μεταξύ όλων των επιμέρους βαθμίδων της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το Επαγγελματικό Λύκειο & ΕΠΑΣ αρμοδιότητας εμφανίζεται ως δυνατό σημείο μόνο ως προς το ποσοστό του διδακτικού προσωπικού με πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, όπου κατέχει υψηλή τιμή μεταξύ των επιμέρους βαθμίδων της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ενώ σε όλους τους υπόλοιπους δείκτες κατέχει συνήθως την τελευταία θέση, ως το αδύνατο σημείο της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Το σύστημα δεν διαθέτει οικονομικούς πόρους για την ανάπτυξη της στρατηγικής του. Οι πόροι έχουν εξαντληθεί στην περίοδο μετά το 2010, ειδικά το Πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων του υπουργείου Παιδείας, πολλαπλές βασικές ανάγκες σε διδακτικό προσωπικό, καλύπτεται από συγχρηματοδοτούμενα, ενώ καταγράφεται υψηλή γήρανση του διδακτικού προσωπικού, αφού η αναλογία 1-10 δεν τηρήθηκε.
Το σύστημα γεννά μικρότερα μέρη και ειδικές κατηγορίες σχολείων επειδή αδυνατεί να συμπεριλάβει στο σχεδιασμό του τη διαφορετικότητα, ακόμα και όταν του είναι αναγκαία. Έτσι δημιουργεί τμήματα και μονάδες ειδικής αγωγής, χωρίς σύγκλιση με τη μονάδα που τα φιλοξενεί, το σύστημα δεν διαθέτει εξειδικευμένη επιστημονική καθοδήγηση και αντίστοιχο εκπαιδευτικό υλικό για τις σχολικές μονάδες που διαθέτουν αυξημένο αριθμό αλλοδαπών μαθητών, και γενικότερα όταν αδυνατεί να συμπεριλάβει το διαφορετικό, δημιουργεί μια νέα ασύνδετη με το σύστημα σχολική μονάδα που επί χρόνια υποχρεώνεται να θέτει ως μόνο στόχο της την ισότιμη και κατ’ αντιστοιχία αναγνώριση της από το σύστημα. Οι εσπερινές σχολικές μονάδες του Γυμνασίου και κυρίως οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των υποσυστημάτων της ανώτερης Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Γενικό και Επαγγελματικό Λύκειο) θέτουν άμεσο ζήτημα επαναπροσδιορισμού του ρόλου τους.
Το σύστημα ενώ ελέγχει το δημόσιο τομέα και εποπτεύει τον ιδιωτικό τομέα της εκπαίδευσης οι δύο τομείς εμφανίζονται να έχουν εντελώς διαφορετικές στρατηγικές επιλογές σε απολύτως βασικά θέματα, τα οποία επιπλέον διαφοροποιούνται ανάλογα και με τον τύπο της σχολικής μονάδας (ημερήσιο -εσπερινό).
Η Ελλάδα προσεγγίζει ικανοποιητικά τους ευρωπαϊκούς στόχους (ευρωπαϊκά πλαίσια αναφοράς) αλλά όχι με την ανάπτυξη συγκεκριμένων μηχανισμών στο πλαίσιο ενός δομημένου στρατηγικού σχεδιασμού.
Οι ετήσιοι ρυθμοί μεταβολής όλων των μεγεθών της εκπαίδευσης από έτος σε έτος είναι μικροί. Πρόκειται για ρυθμούς συντήρησης και όχι δομικής αλλαγής. Το μέγεθος και το εύρος των διαφοροποιήσεων στο σύστημα το καθιστούν ανελαστικό και ουσιαστικά δυσκίνητο, με αποτέλεσμα να καθίσταται αναποτελεσματικός ο όποιος στρατηγικός σχεδιασμός. Δεν είναι επομένως απορίας άξιο ότι, την τελευταία δεκαπενταετία, ενώ επιτυγχάνουν οι εκπαιδευτικές καινοτομίες μικρο-κλίμακας (πειραματικές εφαρμογές), το σύστημα δεν εισπράττει τα οφέλη της καινοτομίας που πειραματίστηκε. Επιπλέον, η απόσταση των παραγωγικών του μονάδων, που υλοποιούν την καινοτομία, από το κέντρο λήψης και ελέγχου των αποφάσεων, αποδεικνύεται τεράστια, χωρίς να έχει εφαρμοστεί ένα άμεσο, αξιόπιστο και αποτελεσματικό δίκτυο αμφίδρομης επικοινωνίας μεταξύ των δύο κέντρων και διασφάλισης της ποιότητας των παραγόμενων εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων.