«Είναι και δική μας επιθυμία να έχει βρεθεί μία λύση βιώσιμη και αμοιβαία επωφελής», δήλωσε ο Αλέξης Τσίπρας σε διακαναλική συνέντευξη, τονίζοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «αναγνωρίζει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή στους ευρωπαϊκούς θεσμούς», ωστόσο δεν συμφωνεί με την αναγκαιότητα των μέτρων που έχουν ληφθεί για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.
Ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ξεκαθάρισε πως αν σχηματίσει κυβέρνηση δε θα τηρήσει «δεσμεύσεις και υπογραφές που έχουν βάλει οι προηγούμενες κυβερνήσεις», ενώ υπογράμμισε πως η ανακοίνωση του Μάριο Ντράγκι περί δυνατότητας αγοράς ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ στα μέσα Ιουλίου «έσβησε το τελευταίο επικοινωνιακό χαρτί» της κυβέρνησης που προειδοποιούσε για στενά χρονικά περιθώρια στη διαπραγμάτευση με την τρόικα.
Μιλώντας για την τρόικα, είπε πως πρόκειται για εξωθεσμικό οργανισμό και χαρακτήρισε «στρατηγικό λάθος» της ΕΕ το ότι «έδωσε εξουσίες σε ένα μηχανισμό που δεν ελέγχεται από τους θεσμούς της».
Ο κ. Τσίπρας απηύθυνε έκκληση για αυτοδυναμία στους ψηφοφόρους, υπογραμμίζοντας ότι αυτό θα δώσει ισχυρή διαπραγματευτική θέση απέναντι στους εταίρους. «Το plan b της τρόικας είναι ο ΣΥΡΙΖΑ να μην έχει αυτοδυναμία» είπε. Θέλουμε να έχουμε λυμένα τα χέρια μας την επόμενη μέρα, συμπλήρωσε.
Τόνισε πως το κόμμα του έχει δεσμευτεί για μεγάλες συγκρούσεις «μέσα και έξω από τη χώρα» που «απαιτούν ισχυρή διαπραγματευτική δύναμη» και «καθαρή εντολή», που «δε θα νοθεύεται από τις δυνάμεις του χθες».
Αναφερόμενος στη Μέρκελ, δήλωσε ότι δεν ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους ηγέτες της ΕΕ και δεν θα προστρέξει σε μία γρήγορη συνάντηση μαζί της. Επισήμανε δε, ότι σε περίπτωση νίκης του ΣΥΡΙΖΑ, η πρώτη επίσημη επίσκεψη του ως πρωθυπουργός θα είναι στην Κύπρο.
Ο κ. Τσίπρας επανέλαβε τις δεσμεύσεις του για επαναφορά του αφορολόγητου στα 12.000 ευρώ, κατάργηση του ΕΝΦΙΑ «που έχει λεηλατήσει τη μεσαία τάξη» και αντικατάστασή του από φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας «ώστε να μην αφορά τη μικρομεσαία και μεσαία διαστρωμάτωση».
Για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, δεσμεύτηκε για διαγραφή μεγάλου μέρους που «ούτως ή άλλως δε μπορούν να εισπραχθούν από το ελληνικό δημόσιο», κάνοντας λόγο για διαδικασία ρυθμίσεων σε όρους κοινωνικής βιωσιμότητας.