Θετική και σταθερή στην άποψη που είχε καταθέσει από τον Ιούλιο του 2012 περί αύξησης του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, παραμένει η ΕΣΕΕ.
Η ΕΣΕΕ είχε εκφράσει την διαφωνία της από το 2010, στην απόφαση της τότε κυβέρνησης να υιοθετήσει σε μεγάλες μειώσεις μισθών σε μία προσπάθεια τόνωσης της ανταγωνιστικότητας και διατήρησης της απασχόλησης, μειώνοντας μάλιστα τον κατώτατο μισθό στα 586,06 ευρώ (μεικτά), ενώ για τους εργαζομένους κάτω των 25 ετών σε μόλις 510,95 ευρώ (μεικτά).
Όπως εξηγεί η ΕΣΕΕ σε ανακοίνωσή της, ένας υψηλότερος κατώτατος μισθός θα τονώσει τη ζήτηση, καθώς η οριακή ροπή για κατανάλωση (MPC) είναι πολύ μεγαλύτερη στα χαμηλότερα εισοδήματα εν συγκρίσει με τα υψηλότερα. Η ενίσχυση της κατανάλωσης θα δημιουργήσει νέο εισόδημα για τις επιχειρήσεις και σταδιακά θα οδηγήσει σε αύξηση της απασχόλησης. Παράλληλα, με την αύξηση του κατώτατου μισθού, η ΕΣΕΕ προτείνει να υιοθετηθεί και περαιτέρω μείωση του μη μισθολογικού κόστους (εργοδοτικών εισφορών), ώστε να αντισταθμιστεί μέρος της επιβάρυνσης των εργοδοτών.
Ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, Βασίλης Κορκίδης σχολιάζοντας το θέμα αυτό δήλωσε:« Κατά τη γνώμη μας, η εν λόγω κίνηση θα ενισχύσει την κατανάλωση, θα αυξήσει τον τζίρο των επιχειρήσεων και θα επιταχύνει την αύξηση της απασχόλησης, η οποία είναι και το ζητούμενο σήμερα. Ταυτόχρονα, και αυτό μπορεί να λειτουργήσει αντισταθμιστικά προς την επιβάρυνση που θα δεξιωθεί ο ιδιωτικός τομέας, η αύξηση του κατώτατου μισθού καλό θα είναι να συνοδευτεί και από τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων· σκοπός μας δεν θα πρέπει να είναι η χρηματοδότηση της ανεργίας αλλά της εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, η ΕΣΕΕ είναι έτοιμη να συζητήσει τις προτάσεις της με τη νέα κυβέρνηση και ευελπιστεί ότι η τελευταία θα είναι περισσότερο δεκτική στη διαβούλευση με τους πέντε θεσμοθετημένους κοινωνικούς εταίρους».