Μια νέα έκθεση σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση του ασύλου στην Ελλάδα δημοσιεύεται σήμερα από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (Υ.Α.). Η έκθεση επαινεί την Ελλάδα για τις μεταρρυθμίσεις που έχει υλοποιήσει κατά τη διάρκεια μιας περιόδου οικονομικών δυσχερειών και περιορισμένων πόρων.
Επισημαίνει ωστόσο πολλαπλά κενά και ανησυχίες, και περιλαμβάνει τη σύσταση να εξακολουθούν να μην επιστρέφονται οι αιτούντες άσυλο στην Ελλάδα.
Η έκθεση βασίζεται σε αξιολόγηση που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του τελευταίου τριμήνου του 2014. Την περασμένη χρονιά, η Ελλάδα ήταν μεταξύ των χωρών της Μεσογείου που γνώρισαν δραματική αύξηση στις αφίξεις προσφύγων και μεταναστών μέσω θαλάσσης. Συνολικά, περίπου 43.500 άνθρωποι κατέφτασαν εκεί μέσω θαλάσσιων διόδων, αριθμός που αντιστοιχεί σε αύξηση κατά 280% σε σύγκριση με το 2013. Περίπου το 60% των νεοαφιχθέντων προέρχονταν από τη Συρία, ενώ υπήρχε επίσης σημαντικός αριθμός Αφγανών, Σομαλών και κατοίκων της Ερυθραίας. Πολλοί προχωρούν σε περαιτέρω μετακίνηση σε άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Η σύσταση που περιλαμβάνεται στην έκθεση, ότι οι αιτούντες άσυλο δεν θα πρέπει να επιστρέφονται στην Ελλάδα, αποτελεί συνέχεια αντίστοιχης σύστασης, που για πρώτη φορά δόθηκε από τον Οργανισμό το 2008. Η σύσταση αφορά τόσο τις επιστροφές που πραγματοποιούνται διμερώς μεταξύ κρατών, όσο και τις μεταφορές που γίνονται δυνάμει του Κανονισμού του Δουβλίνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης – ο οποίος καθορίζει τη χώρα που είναι αρμόδια για την εξέταση ενός αιτήματος ασύλου.
Στα κύρια προβλήματα του συστήματος ασύλου στην Ελλάδα περιλαμβάνονται οι δυσκολίες στην πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου, η συνεχιζόμενη ύπαρξη εκκρεμών υποθέσεων από την παλιά διαδικασία ασύλου, ο κίνδυνος αυθαίρετης κράτησης, οι ανεπαρκείς συνθήκες υποδοχής, τα ελλείμματα στην ταυτοποίηση και παροχή υποστήριξης σε άτομα με συγκεκριμένες ανάγκες, οι άτυπες αναγκαστικές επιστροφές ανθρώπων στα σύνορα, οι ανησυχίες για τις προοπτικές ένταξης και υποστήριξης των προσφύγων, η ξενοφοβία και η ρατσιστική βία.
Η πρόσβαση στο άσυλο συνεχίζει να αποτελεί πρόκληση, εν μέρει λόγω του μειωμένου αριθμού περιφερειακών γραφείων της Υπηρεσίας Ασύλου για την εξέταση των αιτημάτων, καθώς και της έλλειψης σε προσωπικό στην Υπηρεσία Ασύλου. Άτομα που επιθυμούν να ζητήσουν άσυλο και δεν μπορούν, ή αποτυγχάνουν να υποβάλουν τα αιτήματά τους εγκαίρως μπορούν να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο της απέλασης και, ενδεχομένως, της επαναπροώθησης – δηλαδή, της επιστροφής τους σε χώρα όπου ίσως κινδυνεύει η ζωή ή η ελευθερία τους.
Παρά τις προσπάθειες των αρχών να επεξεργαστούν περί τις 37.000 συσσωρευμένες προσφυγές που εκκρεμούσαν από το παλιό σύστημα ασύλου, ένας μεγάλος αριθμός συσσωρευμένων υποθέσεων παραμένει. Άνθρωποι που επιθυμούν να υποβάλουν αίτηση για άσυλο μπορεί να τεθούν υπό κράτηση χωρίς ατομική εξέταση της υπόθεσής τους ή χωρίς να εξεταστούν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα. Άλλοι, που καταθέτουν αίτημα ασύλου ενώ ήδη βρίσκονται υπό κράτηση, παραμένουν σε αυτή την κατάσταση τουλάχιστον μέχρι την καταγραφή του αιτήματός τους, γεγονός που μπορεί να διαρκέσει μήνες.
Η δυνατότητα στέγασης των αιτούντων άσυλο είναι ανεπαρκής και οι υπηρεσίες ελλιπείς. Το γεγονός αυτό δημιουργεί ιδιαίτερη ανησυχία σε ό,τι αφορά τα ευάλωτα άτομα, όπως είναι οι ασυνόδευτοι ανήλικοι, τα παιδιά που έχουν χωριστεί από τις οικογένειές τους ή γυναίκες μόνες. Ενώ η εθνική νομοθεσία ορίζει ότι πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή και προτεραιότητα στον εντοπισμό, την παροχή βοήθειας και την προστασία αυτών των ομάδων, κάτι τέτοιο αποδείχθηκε δύσκολο στην πράξη. Οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που διαχειρίζονται τα υφιστάμενα κέντρα υποδοχής για αιτούντες άσυλο και ασυνόδευτους ανηλίκους υποχρηματοδοτούνται και είναι υπαρκτός ο κίνδυνος διακοπής των υπηρεσιών τους.
Η Υ.Α. έχει επίσης θορυβηθεί από αναφορές για πρακτικές που παρατηρούνται στα σύνορα, οι οποίες θα μπορούσαν να θέσουν σε ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο πρόσφυγες και μετανάστες.