H κατάργηση του μειωμένου ΦΠΑ στα νησιά είναι ένα μέτρο περιορισμένου δημοσιονομικού οφέλους, που θα επιφέρει καίρια βλάβη στην ανταγωνιστικότητα και κατ’ επέκταση στην οικονομία των νησιών, τόνισε η Περιφερειάρχης Βορείου Αιγαίου κα. Χριστιάνα Καλογήρου κατά τη διάρκεια συνάντηση της Αυτοδιοίκησης Α’ και Β’ Βαθμού, των Επαγγελματικών και Επιστημονικών Φορέων του Βορείου Αιγαίου, στην Αίθουσα του Περιφερειακού Συμβουλίου.
Από την πλευρά της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου διανεμήθηκε σε όλους τους παρευρισκόμενους το ακόλουθο σχέδιο κειμένου διεκδίκησης για τη διατήρηση του μειωμένου ΦΠΑ των νησιών:
«Τα νησιά του Βορείου Αιγαίου βρίσκονται τον τελευταίο καιρό σε μια φάση δυσκολιών και δοκιμασίας. Όσο και αν είναι κατανοητό ότι η οικονομική κρίση απαιτεί ρυθμίσεις και προσαρμογές, άλλο τόσο είναι αναγκαίο οι σχετικές αποφάσεις να λαμβάνουν υπόψη τους την ιδιαιτερότητα των στιγμών που στην περίπτωση του Βορείου Αιγαίου αγγίζει πρωτόγνωρες καταστάσεις και καμία φορά ακραία όρια. Δεν νοείται ούτε αδιαφορία, ούτε σιωπή, ούτε δειλία μπροστά σε αυτή την πραγματικότητά μας.
Οι λόγοι που κατά το παρελθόν υιοθετήθηκε το μέτρο του μειωμένου ΦΠΑ στα νησιά, είναι γνωστοί.
Η νησιωτικότητα συνοδεύεται με προβλήματα που γεννάει η απόσταση και η δυσκολία της θαλάσσιας επικοινωνίας. Η νησιωτικότητα δεν είναι για τη χώρα μας ένας απλός προσδιορισμός με γεωγραφική και μόνο έννοια. Είναι το κυρίαρχο στοιχείο της ταυτότητας και του χαρακτήρα της, με όρους ιστορικούς, πολιτισμικούς και οικονομικούς. Είναι επίσης σε όλους γνωστό ότι τόσο στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις όσο και αργότερα στα όργανα της ΕΕ, η χώρα μας δεν ακολούθησε ή δεν κατάφερε να επιβάλει αυτό που οι υπόλοιπες χώρες κατάφεραν ακόμη και για τα υπερπόντια νησιά τους. Να διεκδικήσει και να εφαρμόσει συγκεκριμένα μέτρα για τα νησιά, ώστε να διασφαλίσει ισότητα ευκαιριών και αυτό παρά τις ρητές συνταγματικές προβλέψεις.
Ταυτόχρονα σήμερα, στην Ελλάδα του 2017, δεν ισχύουν παντού οι ίδιες συνθήκες και τα προβλήματα που κάθε τοπική κοινωνία σηκώνει στους ώμους της είναι διαφορετικά.
Το ειδικό φορολογικό καθεστώς για τα νησιά υιοθετήθηκε προκειμένου να αντισταθμιστούν οι αρνητικές συνέπειες της «νησιωτικότητας» και ιδιαίτερα το αυξημένο κόστος διαβίωσης και δραστηριοποίησης στις νησιωτικές περιοχές. Συνεπώς, κάθε μέτρο που έρχεται να εξισορροπήσει αντικειμενικές δυσκολίες, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως «ευνοϊκή φορολογική ρύθμιση», και ασφαλώς δεν μπορεί, ανάλογα με τις συγκυρίες, να τίθεται σε αμφισβήτηση.
Στα νησιά του Βορείου Αιγαίου οι ελλείψεις στον ζωτικής σημασίας τομέα της υγείας είναι δραματικές. Ο αριθμός γιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού είναι συρρικνωμένος σε σύγκριση με την ηπειρωτική Ελλάδα. Ανάλογες ελλείψεις υπάρχουν στους τομείς της κοινωνικής πρόνοιας και της παιδείας.
Στα νησιά του Βορείου Αιγαίου οι μεταφορές έχουν υποστεί ισχυρό πλήγμα, μέσω των δραστικών περιορισμών των κονδυλίων για την επιδότηση των ακτοπλοϊκών συνδέσεων στις άγονες γραμμές, με αποτέλεσμα τον περιορισμό των ακτοπλοϊκών δρομολογίων.
Τα νησιά του Βορείου Αιγαίου, πύλη και σύνορο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καλούνται να σηκώσουν το δυσανάλογο βάρος της εισόδου μεταναστών και προσφύγων.
Η κατάργηση του μειωμένου ΦΠΑ θα επιβαρύνει την καθημερινή ζωή στα νησιά μας. Θα πλήξει την τοπική οικονομία. Και προσθετικά, θα αποτελέσει ένα μεγάλο εμπόδιο για τον τουρισμό μας. Συνολικά θα αποτελέσει καθοριστικής σημασίας επιβαρυντικό παράγοντα στην προσπάθεια παραγωγικής ανασυγκρότησης και ανάκτησης της ανταγωνιστικότητάς μας.
Επισημαίνουμε με έμφαση:
Οι χαμηλοί συντελεστές ΦΠΑ που εφαρμόζονται στα νησιά δεν αποτελούν προνόμιο, αλλά εντάσσονται στην προσπάθεια αποκατάστασης ανισοτήτων, δεν παραβιάζουν αλλά, αντίθετα, αποκαθιστούν ένα αίσθημα δικαιοσύνης.
Αδυνατούμε να αντιληφθούμε πώς μπορεί να εξετάζεται ένα μέτρο περιορισμένου δημοσιονομικού οφέλους, όταν κάτι τέτοιο θα επιφέρει καίρια βλάβη στην ανταγωνιστικότητα και κατ’ επέκταση στην οικονομία των νησιών.
Είμαστε αντίθετοι στην επιβολή ενός μέτρου που από τη μία πλευρά «ζυγίζει» ένα σαφώς περιορισμένο λόγω της ύφεσης, δημοσιονομικό όφελος και από την άλλη πλευρά τις αναπόφευκτες και σημαντικότατες αρνητικές επιπτώσεις που θα επιφέρει.
Ως εκ τούτου ζητάμε από την Κυβέρνηση, να απορρίψει κάθε σκέψη για αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ στα νησιά μας και να εξαντλήσει κάθε περιθώριο για τη λήψη μέτρων στήριξης των τοπικών οικονομιών».
Δεδομένης της ολοκλήρωσης εμπεριστατωμένης οικονομοτεχνικής μελέτης που εκπονεί το Οικονομικό Επιμελητήριο Λέσβου και η οποία θα παραδοθεί το αμέσως προσεχές διάστημα, σύσσωμοι οι φορείς αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν νέα σύσκεψη ώστε να τη συμπεριλάβουν στο πλαίσιο της διεκδίκησης. Στη συνέχεια θα επιδιωχθεί συνάντηση με τα αρμόδια στελέχη της κυβέρνησης, αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Στη συνάντηση συμμετείχαν ο Δήμαρχος Χίου κ. Μανώλης Βουρνούς, ο Δήμαρχος Σάμου κ. Μιχάλης Αγγελόπουλος, ο Αντιδήμαρχος Λέσβου κ. Παναγιώτης Τσουπής, ο εκπρόσωπος του βουλευτή Λέσβου κ. Χαράλαμπου Αθανασίου, κ. Ευάγγελος Μακράς, ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου Λέσβου κ. Ευάγγελος Μυρσινιάς, ο πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου κ. Παναγιώτης Μπαρούτης, ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Λέσβου κ. Παναγιώτης Παπαρίσβας, ο αντιπρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Λέσβου κ. Χρήστος Πουλέλλης, ο πρόεδρος των Ξενοδόχων Λέσβου κ. Περικλής Αντωνίου, ο πρόεδρος της Ένωσης Φοροτεχνικών Λέσβου κ. Παναγιώτης Τατάκης, ο πρόεδρος της Ένωσης Ιδιοκτητών Ενοικιαζόμενων Αυτοκινήτων Λέσβου κ. Δημήτρης Σπανέλλης, ο πρόεδρος της Ένωσης Πρακτόρων Λέσβου κ. Παναγιώτης Χατζηκυριάκος, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ποτοποιών Λέσβου κ. Χρήστος Μιτσάκης, ο εκπρόσωπος του Επιμελητηρίου Χίου και πρόεδρος των Επαγγελματοβιοτεχνών κ. Βασίλης Παπάς, ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Λήμνου κ. Μάκης Ψάρας, ο εκπρόσωπος του Συλλόγου Ξενοδόχων Λήμνου κ. Δημήτρης Μαντζάρης, ο εκπρόσωπος της ΕΛΜΕ Λήμνου κ. Ανδρέας Ξυπτεράς και ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Ικαρίας κ. Αλέξανδρος Φραντζής.