Κυβερνητικές πηγές, ερωτηθείσες σχετικά με την αντίδραση των Βρυξελλών για το ζήτημα της αναβάθμισης των πολεμικών αεροσκαφών F-16 διευκρίνισαν ότι «η συμφωνία θα ξεκινήσει όταν θα έχουμε βγει από τα μνημόνια και θα αφορά ένα ποσό ύψους 1,1 δισ. ευρώ σε βάθος δεκαετίας, δηλαδή ουσιαστικά 110 εκατ. ευρώ το χρόνο».
Απαντώντας στην κριτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης σχετικά με το κόστος της αναβάθμισης, οι ίδιες πηγές ανέφεραν ότι από τα 2,4 δισ., το 1,1 δισ. είναι το καθαρό κόστος που θα επιβαρυνθεί η ελληνική πλευρά. Σημείωσαν ακόμη ότι δεν υπάρχει ακόμα συμφωνία και πως αυτό που συζητά αυτή την ώρα η Ελλάδα, είναι η ελληνική πλευρά να δαπανήσει περίπου 1,1 δισ. ευρώ σε βάθος δεκαετίας για τον εκσυγχρονισμό 85 - 95 αεροσκαφών. «Τα υπόλοιπα, μέσα στα οποία συμπεριλαμβάνονται διάφοροι φόροι και διάφορα αντισταθμιστικά, θα τα αναλάβει η αμερικανική πλευρά» πρόσθεσαν, επισημαίνοντας ότι στην Ουάσιγκτον «κατανοούν πως δεν είναι ζήτημα οικονομικό, αλλά ευαίσθητο γεωπολιτικό, ότι δεν πρέπει να διαταραχθούν οι ισορροπίες ισχύος στην περιοχή».
Οι πηγές του Μαξίμου υπογράμμισαν ακόμη πως οι ειδικοί στο υπουργείο Άμυνας τονίζουν πως είναι μια συμφωνία «εξαιρετικά επωφελής για την ελληνική πλευρά και δεν έχει υπάρξει παρόμοια στο παρελθόν».
Συμπλήρωσαν παράλληλα πως η τελική συμφωνία θα επιτευχθεί περί την άνοιξη του 2018 και πρόσθεσαν πως «σε κάθε περίπτωση ο Πρωθυπουργός είναι ανοικτός ανά πάσα στιγμή να ενημερώσει όλους τους πολιτικούς αρχηγούς» και πως αν η αντιπολίτευση ζητήσει ενημέρωση στη Βουλή, είναι στη διάθεσή της και δεν έχει καμία αντίρρηση. Σημείωσαν πάντως ότι «δεν προτίθεται να πάρει ο ίδιος μια τέτοια πρωτοβουλία γιατί θεωρεί πως είναι ένα θέμα αυτονόητο, και πως όταν έρθει η ώρα θα το εξετάσει η αρμόδια επιτροπή της Βουλής».
Οι ίδιες πηγές επέκριναν την αξιωματική αντιπολίτευση, σχολιάζοντας ότι αυτά είναι σοβαρά θέματα και πως «θα ήταν προτιμότερο να ρωτούν πρώτα να μάθουν και μετά να βγάζουν ανακοινώσεις και να προβαίνουν σε δημόσιες καταγγελίες, «γιατί αναγκάζονται να οδηγούνται σε αυτοδιαψεύσεις».
Εξέφρασαν επίσης την πεποίθηση ότι «δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική δύναμη που να αμφισβητήσει την αναγκαιότητα να εκσυγχρονιστεί ο στόλος των F-16, καθώς αν αυτό δεν συμβεί, πλέον με τα νέα δεδομένα, θα έχουμε έναν στόλο ο οποίος δεν θα μπορεί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της ΠΑ».
Έκαναν μάλιστα λόγο για «διπλή γκάφα» στην οποία υπέπεσε η Ν.Δ. καθώς «αφενός βγήκε εχθρικά απέναντι σε κάτι το οποίο, αν στοιχειωδώς είχαν ρωτήσει τους αρμόδιους για τα θέματα του υπουργείου Άμυνας, θα τους έλεγαν πως είναι κάτι που συζητείται χρόνια και είναι ανάγκη για την Αεροπορία, αφετέρου, ότι έτρεξε να τοποθετηθεί για το οικονομικό σκέλος της συμφωνίας, ενώ η αίσθηση που υπάρχει από αυτούς που ξέρουν είναι πως είναι μια επωφελής συμφωνία».
Υπογράμμισαν επιπλέον ότι η Ελλάδα δεν μπαίνει σε μια κούρσα εξοπλισμών όπως γινόταν στο παρελθόν, αλλά ότι, αντίθετα, «προβαίνει στις απαραίτητες εκείνες ενέργειες για να μην είναι αναξιοποίητα αυτά τα οποία έχουμε».
Ως προς το ζήτημα της βάσης της Σούδας, οι κυβερνητικές πηγές εξέφρασαν απορία για την έκταση που πήρε, σημειώνοντας ότι «δεν υπήρξε αντικείμενο συζήτησης για την Σούδα, πέρα από το ό,τι υπήρξε αναφορά στη σημασία της και στις πολύ ουσιαστικές διευκολύνσεις που δίνονται εκεί για τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις». Επισήμαναν ακόμη ότι «δεν είναι μόνο η αμερικάνικη βάση εκεί, αλλά και η βάση του ελληνικού Π.Ν.» και ότι «θα ενδιέφερε τη χώρα κάποια στιγμή η αναβάθμισή της».