Αποκαλυπτικά είναι τα στατιστικά στοιχεία της Eurostat, που αφορούν το κόστος των εισροών στην ελληνική και ευρωπαϊκή αγροτική πρωτογενή παραγωγή. Σύμφωνα με αυτά, η ενέργεια αποτελεί το 23,8% του συνολικού κόστους των εισροών για τον Έλληνα γεωργό και κτηνοτρόφο. Μαζί με τις ζωοτροφές, που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών, καλύπτουν αθροιστικά το 60% του συνολικού κόστους των γεωργικών εισροών.
Χαρακτηριστικό της εικόνας που παρουσιάζει η χώρα μας, ως ένα από τα κράτη-μέλη της ΕΕ με τη μεγαλύτερη κατανάλωση ενέργειας, είναι πως την τελευταία δεκαετία το σύνολο του κόστους των εισροών για τον Έλληνα αγρότη έφτασε συνολικά τα 5,037 δισ. ευρώ (σ.σ. το 2017) από 4,860 δισ. ευρώ το 2007, με τα 969 εκατ. ευρώ να δαπανώνται σε υγρά καύσιμα γεωργικών μηχανημάτων και λιπαντικά.
Η ενέργεια, όμως, αποτελεί μια… πολυδιάστατη γεωργική εισροή, καθώς οι αγρότες, ανάλογα με τις δραστηριότητές τους, πέρα από καύσιμα κίνησης και λιπαντικά, χρησιμοποιούν διαφορετικές πηγές ενέργειας, όπως ηλεκτρική, φυσικό αέριο, στερεά καύσιμα, καθώς και ανανεώσιμες πηγές (ΑΠΕ).
Η κατανάλωση ενέργειας ανά κατηγορία
Σε σχέση με την ελληνική πραγματικότητα, τα στοιχεία συνηγορούν στο γεγονός ότι οι αυξημένες τιμές στο πετρελαϊκά προϊόντα έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν –στο θέμα της ενέργειας στον πρωτογενή τομέα– έναν «μονόδρομο», που οδηγεί στην αύξηση του κόστους παραγωγής. Μάλιστα, δεδομένων των πολλών προβλημάτων –που σχετίζονται με τις τρέχουσες οικονομικές συγκυρίες–, όπως οι αυξημένες τιμές στο πετρέλαιο, η Ελλάδα διαφοροποιείται σε μεγάλο βαθμό σε σχέση με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η υπόλοιπη Ευρώπη.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 78% της ενέργειας που καταναλώνουν οι Έλληνες αγρότες είναι τα υγρά καύσιμα και τα λιπαντικά, με την ηλεκτρική, καθώς και τις ΑΠΕ να έχουν αντίστοιχα μερίδιο του 10% καθεμιά και τα στερεά καύσιμα να αντιστοιχούν στο 2% περίπου επί του συνόλου. Επιπλέον, η κατηγορία «καύσιμα κίνησης – λιπαντικά», εκτός της ποσοστιαίας συμμετοχής της στην ενέργεια που καταναλώνεται στον πρωτογενή τομέα, αποτελεί και το μεγαλύτερο κόστος στις δαπάνες εισροών των Ελλήνων αγροτών, καθώς από 785 εκατ. ευρώ, που ήταν το 2007, έφτασε τα 969 εκατ. ευρώ το 2016, αύξηση δηλαδή 184 εκατ. ευρώ.
Οξύμωρο, ωστόσο, είναι το γεγονός πως η Ελλάδα παρουσιάζει μία δραματική πτώση στη κατανάλωση πετρελαίου τα τελευταία χρόνια, η οποία εκτιμήθηκε περίπου στους 256.000 τόνους για το 2014 από τους 1.115.000 τόνους το 2004. Η άλλοτε 6η χώρα της ΕΕ σε κατανάλωση πετρελαίου στην αγροτική παραγωγή βρίσκεται πια στη 16η θέση, γεγονός που απορρέει από την οικονομική κρίση και κυρίως από τις δυσανάλογα αυξημένες τιμές των καυσίμων σε σύγκριση με την υπόλοιπη ΕΕ.
Με απλά λόγια, οι Έλληνες αγρότες πληρώνουν περισσότερο για πετρέλαιο κίνησης και λιπαντικά, ενώ καταναλώνουν σημαντικά μικρότερες ποσότητες από ό,τι στο παρελθόν. Το γεγονός αυτό καταγράφεται και από την άνοδο του δείκτη τιμών των εισροών για την ενέργεια και τα λιπαντικά στη γεωργία και στην κτηνοτροφία, όπου σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, από το 77,9 (έτος βάσης: 2010=100,0) που ήταν το 2007 «σκαρφάλωσε» στο 106,8 (έτος βάσης: 2010=100,0) ήδη για το πρώτο οκτάμηνο του 2017.
Ηλεκτρική ενέργεια και ΕΦΚ
Πέρα, όμως, από το πετρέλαιο –σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat– αύξηση στις δαπάνες της ενέργειας σημειώνεται και στην ηλεκτρική, σε ποσοστό της τάξεως του 28,5%. Ειδικότερα, το 2007, οι Έλληνες αγρότες δαπανούσαν σε ηλεκτρική ενέργεια 118 εκατ. ευρώ, ενώ το 2015 η αντίστοιχη δαπάνη άγγιξε τα 165 εκατ. ευρώ. Τα επιπλέον 47 εκατ. ευρώ κόστους στην ηλεκτρική ενέργεια φαίνεται πως είναι απόρροια της αυξανόμενης τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος, που την περίοδο 2010-2014 σχεδόν διπλασιάστηκε από τα 4,43 στα 8,04 ευρώ/100kwh.
Σε όλη αυτή την κακή κατάσταση έρχονται να προστεθούν και τα προβλήματα με την επιστροφή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) Αγροτικού Πετρελαίου, που ουσιαστικά καταργήθηκε (ακόμα οι αγρότες περιμένουν την πληρωμή του 2015). Να σημειωθεί ότι και πριν από το 2015, οι δικαιούχοι του ΕΦΚ έβλεπαν χρόνο με τον χρόνο να τους επιστρέφονται όλο και λιγότερα χρήματα, με αποτέλεσμα το άλλοτε σημαντικό βοήθημα για την κάλυψη μέρους των εισροών τους να εξανεμίζεται.
Σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη
Όπως αποτυπώνεται στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, από τα 241.158 δισ. ευρώ του συνολικού κόστους εισροών της ΕΕ των 28, το ποσό που δαπανάται για την ενέργεια είναι το 1/10 αυτού, δηλαδή το 1,032 δισ. ευρώ, όταν για την Ελλάδα το ποσοστό αντιστοιχεί στο 1/5, δηλαδή από το συνολικό κόστος των εισροών που ανέρχεται στα 5,037 δισ. ευρώ το 1,031 δισ. ευρώ δαπανάται για την ενέργεια. Με άλλα λόγια, το ποσοστό της ενδιάμεσης κατανάλωσης της Ελλάδας δεν προσδιορίζει μια χώρα με προοπτικές ανάπτυξης.
Πηγή: ypaithros.gr, K. Λάμπρου