Tην ανησυχία της για την επίμονη επιδίωξη υψηλότερων του στόχου (και των δεσμεύσεων της χώρας) πρωτογενών πλεονασμάτων εκφράζει η επιστημονική επιτροπή του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, σχολιάζοντας τον προϋπολογισμό του 2018. Προφανώς συνεπάγονται υπερβολική λιτότητα και επηρεάζουν αρνητικά την ανάπτυξη. Όμως επηρεάζουν και τα διαπραγματευτικά περιθώρια της χώρας, επιτρέπουν στην κυβέρνηση να διοχετεύσει πόρους σε στόχους που έχουν για την ίδια πολιτική προτεραιότητα και οδηγούν στη δημιουργία ταμειακών αποθεμάτων, ιδίως για τη μεταβατική περίοδο μετά τη λήξη του Μνημονίου.
Σύμφωνα με το Σχέδιο Προϋπολογισμού, στόχος είναι να συζευχθεί η «δημοσιονομική υπευθυνότητα με κοινωνική δικαιοσύνη». Με τη διπλωματική διατύπωση «υπευθυνότητα», εννοείται η εφαρμογή των όσων έχουν συμφωνηθεί στο τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής. Όπως όμως έχει υποστηριχθεί, ο συνδυασμός λιτότητας και αδικίας μειώνει τις πιθανότητες επιτυχίας ενός προγράμματος προσαρμογής.
Τη γενική στόχευση ως προς την κοινωνική διάσταση υπηρετεί μεν η εφαρμογή του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης και η διανομή του «κοινωνικού μερίσματος», αλλά αυτήν ακριβώς αντιστρατεύονται άλλα μέτρα που προβλέπει το ίδιο το Σχέδιο Προϋπολογισμού (π.χ. η σαφής προτίμηση υπέρ των έμμεσων φόρων, ειδικά όσο οι έμμεσοι φόροι δεν χρηματοδοτούν αναδιανεμητικές μεταβιβάσεις, η κατάργηση των μειωμένων συντελεστών στα νησιά, η μείωση του επιδόματος θέρμανσης κ.α.
Στην πλευρά των δαπανών, αβεβαιότητες πηγάζουν από το βαθμό πραγματοποίησης δαπανών που εκκρεμούν (π.χ. αποπληρωμής συντάξεων), την πορεία του προγράμματος επενδύσεων κ.α. Ειδικά για τις μελλοντικές δυσκολίες στις επενδύσεις, μας προβληματίζει το αμετάβλητο ύψος του ΠΔΕ το 2018 σε σχέση με το 2017.
Πηγή: enikonomia