Κριτική σε υψηλούς τόνους διατυπώνει με επιστολή που έστειλε η Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας ( ΕΒΙΚΕΝ) προς την Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και τον παρόεδρο της Αρχής . Αθ. Δαγούμα, κάνοντας αναφορά σε στρεβλώσεις και εναρμονισμένες πρακτικές που συντελούν στην ολιγοπωλιακή δομή της αγοράς.
Η ΕΒΙΚΕΝ με δεύτερη επιστολή προς τη ΡΑΕ , η πρώτη είχε αποσταλεί στα μέσα Μαΐου, επαναφέρει τα καυτά θέματα που την απασχολούν. Η επιστολή με τη λέξη επανερχόμαστε, αφήνει να εννοηθεί ότι με την πρώτη , δεν υπήρξε κάποια αντίδραση από τη ΡΑΕ και θέτει το ερώτημα γιατί καθυστερεί, η διαδικασία έγκρισης του μηχανισμού στρατηγικής εφεδρείας σε συνδυασμό με τις υψηλές τιμές των δικαιωμάτων CO2 οδηγούν σε σημαντικά υψηλότερες τιμές στην αγορά επόμενης ημέρας, ιδίως όταν «η υψηλή ζήτηση επιβάλλει τη λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων» αναφέρει η ΕΒΙΚΕΝ.
Να σημειωθεί ότι όπως αναφέρουν στελέχη της αγοράς η πίεση ειδικά στις βιομηχανίες μέσης τάσης λόγω της εκρηκτικής ανόδου του κόστους ενέργειας είναι μεγάλη κάτι που αναγκάζει την Ένωση να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου στο Ρυθμιστή.
Η Ένωση των ενεργοβόρων βιομηχανιών σημειώνει ότι «συγκυριακά καταγράφονται υψηλές τιμές του Φυσικού Αερίου, οι οποίες φαίνεται ότι θα αποκλιμακωθούν μέσα στο 2022, αλλά σαφώς την περίοδο αυτή και για όσο χρονικό διάστημα συμμετέχουν λιγνίτες στην αγορά, οι μεγάλοι κερδισμένοι είναι οι παραγωγοί μονάδων συνδυασμένου κύκλου Φ.Α. Η ΕΒΙΚΕΝ εστιάζει την κριτική της και στους χειρισμούς του ΑΔΜΗΕ, ο οποίος λόγω της αυξημένης ζήτησης, χρησιμοποιεί λιγνιτικές μονάδες, ανατρέποντας τον αρχικό προγραμματισμό του χρηματιστηρίου προκαλώντας μεγάλο όγκο ενεργοποιημένης ενέργειας, λόγω των γνωστών προβλημάτων στο σχεδιασμό της αγοράς εξισορρόπησης.
Παράλληλα, η ΕΒΙΚΕΝ επισημαίνει ότι στην αγορά προμήθειας διαπιστώνονται συμπεριφορές ολιγοπωλίου. «Η συμπεριφορά των ιδιωτών καθετοποιημένων προμηθευτών κατατείνει στο να μην επιδιώκουν να αυξήσουν το μερίδιο τους στη Μέση Τάση όπως και στην Υψηλή Τάση. Η τακτική αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει στη μείωση του όποιου μεριδίου είχαν στην ΥΤ και στη ΜΤ, που αφορά κυρίως βιομηχανικούς πελάτες, εάν υπήρχαν εναλλακτικές προσφορές στην αγορά, πλην όμως δεν υπάρχουν, λόγω έλλειψης ρευστότητας στην προθεσμιακή αγορά.»
Επιπλέον ΕΒΙΚΕΝ θεωρεί η επίκληση της αύξησης των τιμών φυσικού αερίου και των τιμών των δικαιωμάτων CO2 από μεριάς τους δεν δικαιολογεί οι προσφορές των παραγωγών, οι οποίοι μεταφέρουν το ρίσκο της αγοράς στους καταναλωτές, όταν μάλιστα το μερίδιο τους στην παραγωγή υπερκαλύπτει το μερίδιο τους στη λιανική.
Προσθέτει ότι «υπάρχει μια μεγάλη αδυναμία στην λειτουργία της αγοράς, ήτοι την έλλειψη ρευστότητας στην προθεσμιακή αγορά, η οποία συντελεί εν πολλοίς στη μη δυνατότητα εύρεσης εναλλακτικής πηγής προμήθειας έστω από τους μικρούς προμηθευτές, αφοί οι μεγάλοι περιορίζονται στην κατοχύρωση 100% των κερδών τους από την αγορά επόμενης ημέρας και από την αγορά εξισορρόπησης.»
Σύμφωνα, επίσης με την ΕΒΙΚΕΝ «το μέτρο του περιορισμού του 20% στα διμερή συμβόλαια, που επιτρέπεται να συνάπτουν οι προμηθευτές με μερίδιο αγοράς υψηλότερο του 4%, είναι μια ρύθμιση η οποία δεν κινείται στην ορθή κατεύθυνση. Θα πρέπει να εξεταστεί η υποχρεωτική προσφορά από μέρους των παραγωγών μια ελάχιστης ποσότητας διμερών συμβολαίων, ως προσφορότερο μέτρο.»
Η Ένωση των ενεργοβόρων βιομηχανιών σημειώνει ότι «η ΔΕΗ ως net buyer έχοντας υψηλότερη έκθεση στο συνολικό κόστος της αγοράς (αγορά επόμενης ημέρας και αγορά εξισορρόπησης) ως προς τους ανταγωνιστές της είναι αναμενόμενο να εγκαταλείψει την πολιτική της σύνδεσης των τιμολογίων με την τιμή των δικαιωμάτων CO2 και να ακολουθήσει σε προσφορά τιμολογίων συνδεδεμένων με συνολικό κόστος της αγοράς.
Και καταλήγει η ΕΒΙΚΕΝ ότι ελλείψει αποτελεσματικής προθεσμιακής αγοράς αυτές οι συμπεριφορές επηρεάζουν τη λειτουργία της αγοράς προμήθειας, για την οποία οφείλει η Αρχή να πάρει μέτρα.