Οι ρωσικές δυνάμεις εξαπέλυσαν την Πέμπτη την επίθεσή τους στην Ουκρανία, προκαλώντας κραδασμούς στις χρηματοπιστωτικές αγορές και ενισχύοντας τους φόβους για τις συνέπειες για τις προμήθειες φυσικού αερίου σε όλο τον κόσμο. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν παραμέρισε τη διεθνή καταδίκη και την πρώτη δόση των κυρώσεων κηρύσσοντας την έναρξη μιας «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» με στόχο την «αποστρατιωτικοποίηση» της Ουκρανίας.
Οι τιμές του ευρωπαϊκού φυσικού αερίου εκτινάχθηκαν μετά την είδηση ης εισβολής, ενώ τα διεθνή συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης του αργού Brent ξεπέρασαν τα 100 δολάρια το βαρέλι για πρώτη φορά από το 2014.
«Ενώ οι δυτικές κυβερνήσεις πιθανότατα θα εξαιρέσουν τις ενεργειακές συναλλαγές από κυρώσεις, η θύελλα των νέων περιορισμών θα αναγκάσει πολλούς εμπόρους να είναι εξαιρετικά προσεκτικοί στο χειρισμό των ρωσικών βαρελιών», ανέφεραν αναλυτές της εταιρείας συμβούλων πολιτικού κινδύνου Eurasia Group, σύμφωνα με το CNBC. «Η διαμετακόμιση φυσικού αερίου στην Ουκρανία πιθανότατα θα διακοπεί, επηρεάζοντας τις προμήθειες σε αρκετές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και αυξάνοντας τις τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη», πρόσθεταν.
Οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Βρετανία, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Αυστραλία και η Ιαπωνία ήταν μεταξύ των χωρών που ανακοίνωσαν το πρώτο κύμα κυρώσεων κατά της Ρωσίας νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, με στόχο τράπεζες και πλούσιους ιδιώτες. Ένα δεύτερο μπαράζ μέτρων αναμένεται ευρέως σύντομα. Η Γερμανία διέκοψε επίσης ένα εξαιρετικά αμφιλεγόμενο έργο αγωγού φυσικού αερίου γνωστό ως Nord Stream 2, προκαλώντας μια ευρύτερη επανεξέταση σχετικά με τη βαθιά εξάρτηση της περιοχής από το ρωσικό αέριο.
Τι θα συμβεί αν η Ρωσία κλείσει το φυσικό αέριο;
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αντιπροσωπεύει μια από τις χειρότερες κρίσεις ασφαλείας στην Ευρώπη εδώ και δεκαετίες. Αναμένεται επίσης να έχει εκτεταμένες επιπτώσεις για την παγκόσμια οικονομία, ιδίως δεδομένου του ρόλου της Ρωσίας ως του δεύτερου μεγαλύτερου παραγωγού φυσικού αερίου στον κόσμο και ενός από τα μεγαλύτερα πετρελαιοπαραγωγικά έθνη παγκοσμίως.
Για αρκετούς μήνες, η Ρωσία κατηγορείται ότι διέκοψε σκόπιμα τον εφοδιασμό φυσικού αερίου, για να αξιοποιήσει τον ρόλο της ως κύριος προμηθευτής ενέργειας στην Ευρώπη εν μέσω κλιμάκωσης της διαμάχης με την Ουκρανία. Πράγματι, αυτό αποτέλεσε ακόμη και το αντικείμενο μιας σπάνιας δημόσιας επίπληξης από τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας, η οποία κάλεσε τη Ρωσία να αυξήσει τη διαθεσιμότητα φυσικού αερίου στην Ευρώπη και να διασφαλίσει ότι τα επίπεδα αποθήκευσης θα πληρωθούν σε επαρκή επίπεδα, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου υψηλής χειμερινής ζήτησης.
Το Κρεμλίνο έχει επανειλημμένα αμφισβητήσει τους ισχυρισμούς ότι χρησιμοποιεί φυσικό αέριο ως γεωπολιτικό όπλο, με την κρατική Gazprom να λέει ότι έχει εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις προς τους πελάτες. Τώρα, οι ενεργειακοί αναλυτές ανησυχούν βαθιά για τον κίνδυνο πλήρους διακοπής του εφοδιασμού στην ΕΕ, η οποία λαμβάνει περίπου το 40% του φυσικού της αερίου μέσω ρωσικών αγωγών, αρκετοί από τους οποίους διέρχονται από την Ουκρανία.
Εάν η Ρωσία διακόψει τις προμήθειες φυσικού αερίου, θα υπάρξουν πιθανώς σοβαρές συνέπειες για τη δημόσια υγεία και την οικονομία, ιδίως καθώς ένα τέτοιο σενάριο θα μπορούσε να συμβεί κατά τη διάρκεια του χειμώνα και εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού. Οι αναλυτές της Wood Mackenzie ανέφεραν ότι η Ευρώπη μπορεί να ικανοποιήσει τη ζήτηση φυσικού αερίου προς το παρόν και αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε καλύτερη θέση από ό,τι στην αρχή του χειμώνα. Οι μακροπρόθεσμες προοπτικές, ωστόσο, είναι πιο αβέβαιες.
Η Κατερίνα Φιλιπένκο, κύρια αναλύτρια για την έρευνα φυσικού αερίου στην Ευρώπη στο Wood Mackenzie, είπε ότι «τα πράγματα θα μπορούσαν προφανώς να γίνουν πολύ χειρότερα» εάν διαταραχθούν οι ρωσικές εξαγωγές στην Ευρώπη. «Θα έπρεπε [η Ευρώπη] να τραβήξει κάθε μοχλό στο ενεργειακό σύστημα, για να κρατήσει τα "φώτα αναμμένα", μειώνοντας την καύση αερίου και πυροδοτώντας πυρηνικά εργοστάσια και εργοστάσια άνθρακα, με μεγιστοποίηση της εγχώριας παραγωγής φυσικού αερίου και των εισαγωγών αγωγών, πείθοντας τους Ασιάτες αγοραστές να χρησιμοποιήσουν άνθρακα και να απελευθερώσουν LNG», είπε η Φιλιπένκο, σημειώνοντας ότι ακόμη και αυτό θα ήταν μόνο μια προσωρινή λύση. Εάν διακοπεί όλο το ρωσικό φυσικό αέριο, η Ευρώπη δεν θα είχε καμία πιθανότητα να το αντιμετωπίσει, εκτίμησε η ίδια και πρόσθεσε: «Σε περίπτωση παρατεταμένης διακοπής, το απόθεμα φυσικού αερίου δεν θα μπορούσε να ξαναχτιστεί κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Θα αντιμετωπίζαμε μια καταστροφική κατάσταση αποθήκευσης αερίου κοντά στο μηδέν για τον επόμενο χειμώνα. Οι τιμές θα ήταν υψηλές. Οι βιομηχανίες θα έπρεπε να κλείσουν. Ο πληθωρισμός θα εκτοξευόταν. Η ευρωπαϊκή ενεργειακή κρίση θα μπορούσε κάλλιστα να προκαλέσει μια παγκόσμια ύφεση».
Ο Τρόι Βίνσεντ, ανώτερος αναλυτής αγοράς της εταιρίας ερευνών DTN Markets, είπε στο CNBC ότι «απλώς δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις» για τους ρωσικούς όγκους πετρελαίου και φυσικού αερίου «που δεν συνεπάγονται πολύ υψηλότερες τιμές και πιθανώς την ανάπτυξη σοβαρών ελλείψεων». «Έχοντας αυτό υπόψη, είναι ξεκάθαρο να δούμε πώς η επιβολή κυρώσεων στις εξαγωγές ενέργειας της Ρωσίας τόσο στην Ευρώπη όσο και στον υπόλοιπο κόσμο θα σήμαινε αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή της οικονομικής ανάπτυξης και των κρατικών προϋπολογισμών», είπε. «Οι κυρώσεις στο ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο θα σήμαιναν υψηλότερες τιμές ενέργειας σε όλο τον κόσμο», ανέφερε, αλλά σημείωσε ότι η υποδομή αγωγών της Κίνας που τη συνδέει με τη Ρωσία και η προθυμία του Πεκίνου να αγνοήσει τις κυρώσεις των ΗΠΑ φέρνουν τη χώρα σε μοναδική θέση. «Η Κίνα είναι πιθανότατα η μόνη μεγάλη χώρα παγκοσμίως που θα μπορούσε να επωφεληθεί από τέτοιες κυρώσεις», εκτίμησε ο Βίνσεντ.
Ο Στιούαρτ Γκλίκμαν, αναλυτής ενεργειακών μετοχών στην CFRA, εκτίμησε ότι οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας έχουν «αρκετά σημαντικές συνέπειες» για τις αγορές ενέργειας, καθώς είναι τεραστιος προμηθευτής φυσικού αερίου στην Ευρώπη, αλλά και τεράστιος παραγωγός ορυκτών καυσίμων και μεταξύ των τριών κορυφαίων όσον αφορά την παραγωγή αργού. Έχοντας αυτό κατά νου, τόνισε ο Γκλίκμαν, «το κλείσιμο της στρόφιγγας θα προκαλούσε, κατά τη γνώμη μας, πόνο προς όλες τις κατευθύνσεις – τόσο στη Ρωσία, καθώς ο εθνικός προϋπολογισμός της εξαρτάται αρκετά από τις εξαγωγές εμπορευμάτων, όσο και στους αγοραστές, καθώς η ζήτηση ορυκτών καυσίμων θα εξακολουθούσε να είναι υψηλή και πιθανότατα να οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές από άλλους προμηθευτές».