Δυο κρίσιμες επιτροπές στο ευρωκοινοβούλιο απέρριψαν την πρόταση της Κομισιόν να θεωρηθεί "πράσινη ενέργεια" το φυσικό αέριο και η πυρηνική ενέργεια, σηματοδοτώντας μια πρώτη νίκη για όσους αγωνίζονται κατά των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και τους περιβαλλοντικά συνειδητοποιημένους επενδυτές, αναφέρει το Bloomberg. Η εισήγηση θα πάει πλέον στην Ολομέλεια για την τελική απόφαση.
Στις αρμόδιες επιτροπές που συζητήθηκε το θέμα υπήρξε μια ευρεία διακομματική ένσταση στη συγκεκριμένη πρόταση για να ενταχθούν οι δύο μορφές ενέργειας στο λεγόμενο taxonomy με διαφορά ψήφων 76-62 και τέσσερις αποχές.
Καθώς η διαδικασία πάει σε ψηφοφορία στην Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου τον επόμενο μήνα , εάν εγκριθεί θα τορπιλίσει την προσθήκη του φυσικού αερίου και της πυρηνικής ενέργειας στον κατάλογο των οικονομικών δραστηριοτήτων που θεωρούνται ότι είναι "ευεργετικές" για το κλίμα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε ξεκινήσει εδώ και καιρό να καταρτίζει σχέδια για να χαρακτηρίσει μερικές επενδύσεις στο φυσικό αέριο και στην πυρηνική ενέργεια ως «πράσινες» μετά από μία μάχη ενός έτους μεταξύ των κυβερνήσεων, σχετικά με τον καθορισμό των επενδύσεων, οι οποίες είναι πραγματικά φιλικές προς το περιβάλλον.
Είχε σχεδιάσει στις προτάσεις κανόνες σχετικά με τα κριτήρια που θα καθορίζουν ποιες επενδύσεις φυσικού αερίου και πυρηνικής ενέργειας θα συμπεριληφθούν στην σχετική ταξινόμηση (taxonomy) της ΕΕ για τη χρηματοδότηση περιβαλλοντολογικά βιώσιμων επενδύσεων.
Πρόκειται για μία λίστα οικονομικών δραστηριοτήτων και περιβαλλοντολογικών κριτηρίων, που θα πρέπει να τηρούνται ώστε οι σχετικές επενδύσεις να χαρακτηριστούν ως πράσινες επενδύσεις. Ωστόσο υπάρχουν σημαντικές αντιδράσεις σε αυτές τις προσεγγίσεις. Για παράδειγμα το φυσικό αέριο είναι ορυκτό, όπως το πετρέλαιο συνεπώς δεν θεωρείται πράσινη επένδυση ενώ η πυρηνθική ενέργεια ενέχει σημαντικούς κινδύνους ασφαλείας.
«Η ΕΕ έχει την ευκαιρία να αναλάβει το παγκόσμιο προβάδισμα στον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής και να θέσει το χρυσό πρότυπο για επενδύσεις στην κλιματικά ουδέτερη οικονομία», δήλωσε ο Bas Eickhout, βουλευτής των Πρασίνων και συμπλήρωσε «χρειαζόμαστε τεράστιες επενδύσεις στην επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όχι στις ενέργειες του παρελθόντος».
Αρκετοί περιβαλλοντικά ευαίσθητοι διαχειριστές κεφαλαίων αλλά και πολλοί περιβαλλοντολόγοι επέκριναν την κίνηση της Κομισιόν, λέγοντας ότι δεν είναι συμβατή με τις πράσινες δεσμεύσεις της ΕΕ και θα μπορούσε να τροφοδοτήσει το greenwashing στον χρηματοπιστωτικό κλάδο, όπου τα περιβαλλοντικά οφέλη μιας επένδυσης δηλώνονται εσφαλμένα.
Θα μπορούσε επίσης να εκτρέψει τις επενδύσεις μακριά από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Ορισμένες από τις προτάσεις της Κομισιόν
Τα έργα φυσικού αερίου που αντικαθιστούν τον άνθρακα και εκπέμπουν όχι περισσότερα από 270 γραμμάρια ισοδύναμου CO2 ανά κιλοβατώρα μπορούν να λάβουν προσωρινή πράσινη ετικέτα ή εάν οι ετήσιες εκπομπές δεν υπερβαίνουν κατά μέσο όρο τα 550 κιλά ανά κιλοβατώρα για 20 χρόνια.
Τέτοιες μονάδες θα πρέπει να λάβουν κατασκευαστικές άδειες έως το 2030 και να έχουν σχέδια να στραφούν σε ανανεώσιμες πηγές ή αέρια χαμηλών εκπομπών άνθρακα έως το τέλος του 2035.
Η πυρηνική ενέργεια είναι επιλέξιμη εάν οι νέοι σταθμοί που λαμβάνουν άδεια κατασκευής έως το 2045 αποφεύγουν σημαντική βλάβη στο περιβάλλον και στους υδάτινους πόρους.
Τα funds θα πρέπει να ενισχύσουν τις γνωστοποιήσεις στους επενδυτές σχετικά με τις συμμετοχές πυρηνικών και φυσικού αερίου στο πλαίσιο της ταξινόμησης.
Τόσο το Συμβούλιο της ΕΕ, που αποτελείται από κράτη μέλη, όσο και το Ευρωκοινοβούλιο έχουν την εξουσία να ασκήσουν βέτο στην πρόταση της Επιτροπής.
Αλλά το εμπόδιο για τις χώρες να αντιταχθούν είναι σχεδόν ανυπέρβλητο, απαιτώντας περίπου 20 από τα 27 κράτη μέλη να υποστηρίξουν την απόρριψη, το Ευρωκοινοβούλιο απαιτεί μόνο την πλειοψηφία των ευρωβουλευτών.
Ωστόσο, η προοπτική ενός πολιτικού make-up προς μια σύνθεση παραμένει μια μεγάλη πρόκληση.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αναφέρθηκε επίσης από τους ευρωβουλευτές ως παράδειγμα γιατί το φυσικό αέριο δεν πρέπει να θεωρείται μεταβατικό καύσιμο, δεδομένης της πρόσφατης αστάθειας των τιμών και του κινδύνου διακοπής των προμηθειών από τη Μόσχα στην ΕΕ