Το πρόβλημα της ενέργειας πανευρωπαικά έχει ωθήσει τις εταιρείες προς την εξερεύνηση του τοπίου στο υδρογόνο και ειδικά στις πιο ‘’πράσινες’’ μορφές του.
Σε αυτό το μοτίβο, η Enel τονίζει ότι η παραγωγή υδρογόνου από ανανεώσιμες πηγές (Green Hydrogen) είναι μια λύση φιλική προς το περιβάλλον, γι' αυτό κρίνεται σημαντική η αντικατάσταση του γκρι και του καφέ υδρογόνου με το πράσινο υδρογόνο
«Η ηλεκτροδότηση της τελικής κατανάλωσης, με χρήση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, ήδη αντιπροσωπεύει το φθηνότερο και πιο αποτελεσματικό τρόπο απανθρακοποίησης νευραλγικών τομέων όπως οι μεταφορές, η οικιακή θέρμανση, καθώς και η βιομηχανική παραγωγή» ανέφερε ο Francesco Starace, CEO & General Manager της Enel Group, δημοσιοποιώντας παράλληλα το νέο εγχειρίδιο της Enel για το πράσινο υδρογόνο.
Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση, η Εnel, η οποία είναι ανάμεσα στους μεγαλύτερους και ταχύτερα αναπτυσσόμενους παραγωγούς ΑΠΕ, προχωρά σε δοκιμές νέων μοντέλων και καινοτόμων λύσεων σε παγκόσμιο επίπεδο - και στην Ευρώπη - ώστε να επιτευχθεί μείωση του κόστους των ηλεκτρολυτών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή πράσινου υδρογόνου και να προωθηθεί η ανάπτυξη μιας οικονομίας κλίμακας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην παρούσα φάση, περισσότερο από το 99% του παραγόμενου υδρογόνου προέρχεται από ορυκτά καύσιμα (Grey and Brown Hydrogen), τα οποία οδηγούν σε σημαντικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.
Παράλληλα, η παραγωγή υδρογόνου από ανανεώσιμες πηγές (Green Hydrogen) είναι μια λύση φιλική προς το περιβάλλον, γι' αυτό κρίνεται σημαντική η αντικατάσταση του γκρι και του καφέ υδρογόνου με το πράσινο υδρογόνο.
Ήδη, μάλιστα, αρκετές χώρες ανακοινώνουν φιλόδοξες στρατηγικές και οράματα ανάπτυξης υδρογόνου, οι οποίες αναμένεται να αποτελέσουν το ρυθμιστικό πλαίσιο που θα επιτρέψει την ανάπτυξη πράσινου υδρογόνου.
Τέλος, από την Enel τονίζεται ότι, το παραγόμενο υδρογόνο μπορεί αφενός να συμβάλει στην απανθρακοποίηση, και αφετέρου να τροφοδοτεί απευθείας τους ηλεκτρολύτες με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Καθίσταται, έτσι, εφικτή η επίτευξη σημαντικής μείωσης σε νέες κοστοβόρες επενδύσεις τόσο για αγωγούς φυσικού αερίου, όσο και για εκσυγχρονισμό υφιστάμενων υποδομών.