Υστέρηση στην ανάπτυξη των ΑΠΕ, προβλήματα ανταγωνισμού στη χονδρεμπορική και τη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, υψηλές χονδρικές τιμές ρεύματος, γερασμένο και ενεργοβόρο στόλο λεωφορείων και αυτοκίνητων και κτιριακό απόθεμα με χαμηλή ενεργειακή απόδοση, διαπιστώνει στην ετήσια έκθεσή του ο ΟΟΣΑ για την ελληνική ενεργειακή αγορά.
Επίσης, θεωρεί περιορισμένη την ανεξαρτησία της ΡΑΕ και συστήνει η επιλογή της διοίκησης του Ρυθμιστή να γίνεται από ανεξάρτητη επιτροπή και όχι από την κυβέρνηση. Η διασφάλιση της ανεξαρτησίας της ΡΑΕ θα ήταν δυνατή με την επιλογή του επικεφαλής της Αρχής και των μελών του διοικητικού συμβουλίου από μια ανεξάρτητη επιτροπή, αντί της κυβέρνησης, καθώς, επίσης, και με τον περιορισμό της κυβερνητικής καθοδήγησης για το έργο της, αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ειδικότερα, ο ΟΟΣΑ αναφέρει ότι η Ελλάδα παρουσίασε στη διετία 2021-2022 τις υψηλότερες τιμές χονδρικής ρεύματος ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ και από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, λόγω της εξάρτησης της ηλεκτροπαραγωγής από το φυσικό αέριο.
Επισημαίνει ότι πιο ανταγωνιστικές αγορές χονδρικής και λιανικής θα μπορούσαν να καταστήσουν την ηλεκτρική ενέργεια πιο προσιτή. Ειδικότερα, θεωρεί τη συγκέντρωση στη λιανική αγορά υψηλή και τη μετακίνηση καταναλωτών από πάροχο σε πάροχο μικρότερη συγκριτικά με άλλες χώρες. Όπως υπογραμμίζει, οι λιανικές τιμές είναι γενικά χαμηλότερες σε χώρες με λιγότερο συγκεντρωμένες αγορές ηλεκτρικής ενέργειας.
Περισσότερο εκτεθειμένα απέναντι στις υψηλές τιμές ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι είναι τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα, γιατί δαπανούν υψηλότερο ποσοστό του εισοδήματος τους για τη χρήση ενέργειας.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, τα νοικοκυριά που έχουν εισόδημα μικρότερο από 1.100 ευρώ (το 30%) ξοδεύουν κατά μέσο όρο το 7% για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών τους. Αντίθετα, τα νοικοκυριά με εισόδημα πάνω από 3.500 ευρώ δαπανούν λιγότερο από 4%.
Ο ΟΟΣΑ θεωρεί σημαντικό για τη μείωση των τιμών και τη στήριξη της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, τη βελτίωση του ανταγωνισμού στην ενεργειακή αγορά και τη μείωση του κόστους του Συστήματος, μέσω της ευέλικτης ζήτησης και της διάθεσης ισχύος εξισορρόπησης. Προτείνει, μάλιστα, τη θέσπιση πλαισίου που θα ενθάρρυνε την απόκριση ζήτησης (demand response) από νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ώστε να παρέχουν δυνατότητα εξισορρόπησης, μέσω της εμπορίας της μειωμένης κατανάλωσης τους σε τρίτα μέρη.
Εξάλλου, ο ΟΟΣΑ απορρίπτει την οριζόντια επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης υπερθεματίζοντας της αντικατάστασης της με εισοδηματικές ενισχύσεις (σ.σ. μία πρακτική που ακολουθούν πρόσφατα και ευρωπαϊκές χώρες για την αντιμετώπιση του ενεργειακού κόστους αυτόν τον χειμώνα). Με τον τρόπο αυτό πιστεύει ότι θα ενθαρρύνονταν οι καταναλωτές για εξοικονόμηση ενέργειας και για υιοθέτηση «καθαρών» καυσίμων. Επιπλέον, ζητά να αφαιρεθούν από τα τιμολόγια ηλεκτρισμού κόστη που δεν σχετίζονται με την ενέργεια.
Τι αναφέρει για τις ΑΠΕ
Το μερίδιο της ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ αυξήθηκε ταχύτερα στην Ελλάδα από το μέσο όρο της Ε.Ε. τα τελευταία χρόνια χάρη στα γενναιόδωρα feed in premiums, λέει ο ΟΟΣΑ. Ωστόσο, επισημαίνει ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί συγκριτικά με τις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ. Προκειμένου να επιτευχθούν οι φιλόδοξοι στόχοι που έχει θέσει η κυβέρνηση ο Οργανισμός εκτιμά ότι οι επενδύσεις στον τομέα αυτό θα πρέπει να «τρέξουν» τέσσερις φορές ταχύτερα σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία.
Η διείσδυση των ΑΠΕ στη χώρα μας εμποδίζεται, επισημαίνει ο ΟΟΣΑ, από την περιορισμένη χωρητικότητα των δικτύων, συνεπώς, συστήνει την ανάγκη να γίνουν περισσότερες επενδύσεις για την επέκταση του δικτύου μεταφοράς και διανομής, να εγκατασταθούν «έξυπνοι» μετρητές και να γίνουν περισσότερα διμερή συμβόλαια, τα οποία σήμερα είναι περιορισμένα. Προβλέπει, ακόμη, ότι η αντικατάσταση μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από ορυκτά καύσιμα με ΑΠΕ απαιτεί σημαντικές επενδύσεις, το κόστος των οποίων πιθανότατα θα μετακυλιστεί στους καταναλωτές.
Πρόκληση για τη χώρα μας ως το 2030 θα είναι για τον ΟΟΣΑ η αντικατάσταση της «βρώμικης» ενέργειας από την «καθαρή». Τα 2/3 της τελικής χρήσης ενέργειας από ορυκτά καύσιμα προέρχεται σήμερα από τη θέρμανση και τις μεταφορές.
Με αυτά τα δεδομένα, ο ΟΟΣΑ προτείνει, ανάμεσα στα άλλα, για την πράσινη μετάβαση της χώρας: α) να αυξηθούν μεσοπρόθεσμα οι τιμές εκπομπών ρύπων στο επίπεδο του συστήματος εμπορίας εκπομπών της Ε.Ε. και να προβλεφθούν προσωρινά και στοχευμένα μέτρα για την προσαρμογή των νοικοκυριών, β) να αυξηθούν οι επενδύσεις στις δημόσιες μεταφορές, με βάση αναλύσεις κόστους-οφέλους, γ) να εφαρμοστούν πρότυπα με αυστηρά χρονοδιαγράμματα για την ελάχιστη ενεργειακή απόδοση όλων των κτιρίων έως το 2050 και δ) να γίνουν προγράμματα κατάρτισης εργαζομένων σε όλους τους τομείς και τις Περιφέρειες που πλήττονται από την πράσινη μετάβαση.