Η πολυαναμενόμενη απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών για τη ρήτρα αναπροσαρμογής, που οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας επιβάλλουν στους πελάτες τους, εξεδόθη πρόσφατα, διαψεύδοντας τις προσδοκίες των καταναλωτών και δυσαρεστώντας όλους όσοι προσέφυγαν στη δικαιοσύνη κατά της ΔΕΗ ή και άλλων παρόχων.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αφορά συλλογική αγωγή κατά της ΔΕΗ, που είχαν καταθέσει η Γενική Ομοσπονδία Καταναλωτών Ελλάδας, η Ένωση Καταναλωτών Νομού Αιτωλοακαρνανίας ενώ πρόσθετες παρεμβάσεις είχαν ασκήσει δεκάδες φυσικά πρόσωπα και φορείς μεταξύ των οποίων δικηγορικοί σύλλογοι, η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εστιατορικών και Συναφών Επαγγελμάτων, η ΓΣΕΒΕΕ Συνομοσπονδία Ατόμων με αναπηρία και άλλοι πολλοί.
Υπέρ της ΔΕΗ, πρόσθετη παρέμβαση άσκησαν δύο αλλοδαπές εταιρείες ειδικού σκοπού που διαχειρίζονται απαιτήσεις της ΔΕΗ που τιτλοποιήθηκαν: η PPC Zeus Designated Activity Comppany και η PPC energy Finance Designated Activity Company.
Δεμένα «χέρια και πόδια» καταναλωτών
Η απόφαση είναι πολυσέλιδη 150 σελίδων και απορρίπτει την αγωγή των εναγόντων. Είναι έτσι διατυπωμένη σε όλα της τα σημεία που κυριολεκτικά δένει χέρια και πόδια του κάθε καταναλωτή ηλεκτρικής ενέργειας. Η απόφαση αναφέρει μεταξύ άλλων, πως οι προμηθευτές ρεύματος έχουν ρόλο ενδιάμεσου συντελεστή στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και λειτουργούν υπό περιορισμούς. Αναφέρει πως τιμή του ρεύματος καθοριζεται χρηματιστηριακά (μέσω του Χρηματιστηρίου Ενέργειας) και πως ο προμηθευτής έχει ως βάση την χονδρεμπορική τιμή που διαμορφώνεται μέσω του Χρηματιστηρίου. Και δεδομένης της μεταβλητότητας του κόστους παραγωγής και των λοιπών δαπανών (του δικτύου, διασύνδεσης κλπ), ο προμηθευτής επιζητεί να θέσει προληπτικούς μηχανισμούς οι οποίοι θα του επιτρέπουν να αναπροσαρμόζει το τίμημα μέσω ρητρών. Βέβαια, αναφέρει ότι η αναπροσαρμογή θα πρέπει να υπόκειται σε ορισμένους κανόνες, προκειμένου να εξασφαλιστεί η προστασία του καταναλωτή από καταχρηστικές πράκτικές.
Δέχεται την αρχή της κοστοστρέφειας και ενός εύλογου κέρδους
Ενδιαφέρον είναι το σημείο στο οποίο αναφέρεται ότι η ΔΕΗ είναι αναγκασμένη να διαμορφώνει την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας κατά τρόπο έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η ανάκτηση του πραγματικού κόστους της προσφερόμενης υπηρεσίας ώστε να διασφαλιστεί μακροπρόθεσμα η δυνατότητα παροχής της εν λόγω υπηρεσίας (αρχή της κοστοστρέφειας).
Ετσι, κατ΄εφαρμογή της συγκεκριμένης αρχής, τα τιμολόγια της προμηθεύτριας πρέπει να αντανακλούν το πραγματικό κόστος προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και πλέον των ρυθμιζόμενων χρεώσεων να καλύπτουν
α) το κόστος αγοράς ενέργειας στη χονδρεμπορική ήδη χρηματιστηριακή αγορά και τους επιμέρους μηχανισμούς της
β) το κόστος της δραστηριότητας εμπορίας και διαχείρισςη πελατών (όπως ενδεικτικών αναφέρεται) το κόστος των υπηρεσιών έκδοσης και είσπραξης τιμολογών, χρηματοοικονομικές δαπάνες από καθυστερήσεις πληρωμών, λειτουργία εμπορικών γραφείων του προμηθευτή, παροχή σμυβουλευτικών και άλλων υπηρεσιών υποστήριξης προς τον πελάτη, αποσβέσεις σχετικών επενδύσεων) και
γ) την επίτευξη ευλόγου κέρδους
Ο ρόλος της ΡΑΕ
Εξηγεί παρακάτω ότι υπάρχουν κώδικες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας με τους καταναλωτές, τους οποίους εκδίδει η ΡΑΕ και οι οποίοι σύμφωνα με το δικαστήριο ακολουθούνται από τη ΔΕΗ, δικαιολογώντας απολύτως τους όρους καθώς και τροποποιήσεις-αλλαγές στους όρους της σύμβασης. Ακόμα και η μονομερής μεταβολή των όρων της σύμβασης παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, μεταξύ των προμηθευτή -πελάτη, θεωρήθηκε από το δικαστήριο ως «συμφωνημένη».
Εντύπωση προκαλεί ότι η απόφαση στηρίζεται στις οδηγίες της ΡΑΕ (Ρυθμιστική Αρχή ενέργειας) προς τους προμηθευτές με βάση τον κώδικα προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και στο εάν όλη αυτή η διαδικασία τηρείται και είναι διαφανής.
Σχετικά με τη ρήτρα αναπροσαρμογής εφόσον οι προμηθευτές ακολουθούν τη σύσταση της ΡΑΕ, τεκμαίρεται ότι η ρήτρα των προμηθευτών πληροί τους κανόνες διαφάνειας, επαληθευσιμότητας και συγκρισιμότητας ποτυ έχει θέσει η ΡΑΕ.
Εντούτοις όπως λένε νομικοί, το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι η ΔΕΗ δεν είχε ενημερώσει τους πελάτες της για την αλλαγή της τιμολογιακής πολιτικής εγκαίρως, παρά μόνο μέσω της ΡΑΕ. Επίσης δεν εξετάζει το θέμα εάν ο καταναλωτής μπορούσε να κατανοήσει τον αριθμητικό τύπο που ορίζει την αξία της ρήτρας αναπροσαρμογής. Θεωρεί ότι εφόσον αναφέρεται ο μηχανισμός υπολογισμού της ρήτρας τον αποδέχεται ο καταναλωτής και είναι υπεύθυνος,.
Η απόφαση διαχωρίζεται ως προς την αξιολόγηση μεγάλων και οικιακών πελατών όμως δεν υπάρχει διαχωρισμός στην κρίση. Είναι κοινή και για τις δύο αυτές κατηγορίες πελατών.
Για τους μεγάλους πελάτες αναφέρει πως είναι αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης οι συμφωνίες. Συνεπώς οι μεγάλοι πελάτες γνωρίζουν τα όσα υπογράφουν.
Οικιακοί πελάτες
Ειδικότερα για τους οικιακούς πελάτες, όπως ενδεικτικά αναφέρεται στην απόφαση του πρωτοδικείου «οι συμβάσεις προμήθειας μικρού πελάτη ετών 2019 και 2022 έχουν ταυτόσημο συμβατικό περιεχόμενο, το γεγονός δε ότι η εναγόμενη (σ.σ. ΔΕΗ) έχει αναρτήσει την ίδια σύμβαση σε περισσότερες ιστοσελίδες, ουδεμία, επιρροή ασκεί, απορριπτόμενων των αντίθετων αγωγικών ισχυρισμών ως ουσιαστικά αβάσιμων. Περαιτέρω, στις καταρτισθείσες πριν την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας συμβάσεις προμήθειας, οι οποίες μέχρι σήμερα δεν έχουν καταγγελθεί και είναι εισέτι ενεργές, το δικαιώματα της εναγόμενης να αναπροσαρμόζει μονομερώς το τίμημα και να τροποποιεί όρους της σύμβασης περιλαμβάνεται στο Άρθρο 1, στο οποίο προβλέπεται ότι [η επιχείρηση θα παρέχει ηλεκτρικό ρεύμα στον καταναλωτή με βάση το τιμολόγιο Γ-1 και τους Γενικούς Όρους και Συμφωνίες της Επιχείρησης για την παροχή του Ηλεκτρικού Ρεύματος στους καταναλωτές], για τα οποία ο καταναλωτής δηλώνει ότι του γνωστοποιήθηκαν και αποδέχεται το περιεχόμενό τους. Η επιχείριση μπορεί με τη δική της μόνο θέληση, οποιαδήποτε στιγμή που θα διαρκεί η ισχύς αυτού του Συμβολαίου, να αναπροσαρμόζει, τροποποιεί ή αντικαθιστά το Τιμολόγιο, και τους Γενικούς Όρους και Συμφωνίες ενώ ο Καταναλωτής έχει το δικαίωμα σε περίπτωση που διαφωνεί σε αυτές τις αναπροσαρμογές, τις τροποποιήσεις ή αντικαταστάσεις, να καταγγέλλει αυτό το Συμβόλαιο.
Στη συνέχεια η απόφαση αναφέρει, πως στις 11 Μαρτίου 2021 η εναγόμενη γνωστοποίησε στο καταναλωτικό κοινό ότι σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες για τη διαφάνεια και την επαληθευσιμότητα των χρεώσεων στο ανταγωνιστικό σκέλος των τιμολογίων ΧΤ, σύμφωνα με την 409/2020 απόφαση της ΡΑΕ, από την 5η.8. 2021 καταργεί τον μηχανισμό αναπροσαρμογής των χρεώσεων προμήθειας με βάση τη ρήτρα CO2 από τα τιμολόγια της χαμηλής τάσης, στα οποία εφαρμόζεται, και την αντικαθιστά με τη ρήτρα αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας, η οποία βασίζεται στην Τιμή Εκκαθάρισης Αγοράς (Τ.Ε.Α.). Στην ίδια ανακοίνωση η εναγόμενη ανέφερε ότι η Ρήτρα αναπροσαρμογής Χρεώσεων Προμήθειας είναι μηχανισμός αναπροσαρμογής των χρεώσεων προμήθειας και αντικατοπτρίζει τις διακυμάνσεις του κόστους προμήθειας.
Οι ενάγοντες υποστήριξαν ότι οι περιλαμβανόμενοι στις συμβάσεις προμήθειας με μικρούς πελάτες α) γενικός όρος 1 των συμβάσεων προμήθειας που καταρτίστηκαν πριν την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και είναι εισέτι ενεργείς, β) οι γενικοί όροι 9 (αναπροσαρμογές) Και 18 (τροποποίηση) των όρων σύμβασης οικιακού πελάτη ή μη οικιακού πελάτη με ισχύ παροχής έως 25 KVA, που περιλαμβάνονται στις νεότερες συμβάσεις προμήθειας, ώς και γ) η περιεχόμενη στα κυμαινόμενα τιμολόγια ρήτρα αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας είναι άκυροι ως αντικείμενοι σε σχετικές διατάξεις.
Ωστόσο, όπως λέει η απόφαση, ο ισχυρισμός αυτός ως προς τον γενικό όρο 1 των παλαιών συμβάσεων είναι αβάσιμος, διότι ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται.
Επιπλέον όπως αναφέρεται, ο γενικός συναλλακτικός όρος 1 των συμβάσεων προμήθειας προβλέπει το δικαίωμα της εναγόμενης να αναπροσαρμόζει μονομερώς το τίμημα για την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας με αναγωγή σε συγκεκριμένο τιμολόγιο, το οποίο διαμορφώνεται στις σύγχρονες συνθήκες της απελευθερωμένης αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
«Συμφωνημένη», η μονομερής μεταβολή των όρων
Γενικότερα, όπως επισημαίνει η απόφαση η παροχή στη σύμβαση δικαιώματος σε έναν συμβαλλόμενο να προσδιορίσει την παροχή ή αντιπαροχή ή να μεταβάλλει άλλους όρους της σύμβασης με μονομερή δήλωση βουλήσεως, δεν αποτελεί αυθαίρετο, αλλά συμφωνημένο τρόπο μεταβολής των συμβατικών όρων. Η συγκατάθεση του μέρους που δεν συμπράττει στην τροποποίηση του επίμαχου συμβατικού όρου έχει παρασχεθεί κατά τη αναγνώριση στο άλλο μέρος του διαπλαστικού δικαιώματος να τροποποιήσει την μεταξύ τους σύμβαση. Δεν τίθεται δηλαδή, ζήτημα μονομερούς επιβολής, αλλά ασκήσεως ενός δικαιώματος κατά συμφωνημένο από τα μέρη τρόπο δοθέντος ότι ο τρόπος καθορισμού παροχής και αντιπαροχής μπορεί να περιλαμβάνεται σε Γενικούς Ορους Συναλλαγών.
Επομένως, καταλήγει, για το συγκεκριμένο θέμα, πως η εναγομένη δεν επενέβη αυθαιρέτως σε εκκρεμείς έννομες σχέσεις, ως αβασίμως τα ενάγοντα σωματεία ισχυρίζονται, αλλά άσκησε το δικαίωμα, το οποίο είχε συμφωνηθεί με έκαστο πελάτη κατά τη σύναψη των συμβάσεων προμήθειας, να αναπροσαρμόζει τα τιμολόγιά της.
Καταλήγοντας ένας νομικός που διάβασε την απόφαση σημείωσε με νόημα πως το δικαστήριο δεν έλαβε σοβαρά υπόψη του την ούτως ή άλλως αδύναμη θέση των καταναλωτών οι οποίοι στην πράξη δεν έχουν περιθώρια ελιγμών και δεν μπορούν να αντιδράσουν σε καμία περίπτωση, δεδομένου ότι η αγορά είναι ολιγoπωλιακή και ο ανταγωνισμός περιορισμένος.
Επισυνάπτεται όλη η απόφαση: