Συνομιλώντας στο πάνελ «The future of energy: renewables and low-carbon technologies» με σημαντικούς εκπροσώπους της ενεργειακής κοινότητας, μεταξύ των οποίων τη Γενική Διευθύντρια του DG Energy της ΕΕ, κα Ditte Juul Jørgensen, τον υπουργό ενέργειας της Μολδαβίας, κ. Victor Parlicov, και τον γενικό γραμματέα της Eurelectric, κ. Kristian Ruby, ο κ. Μαύρος ανέδειξε την ενεργειακή μετάβαση και τη διεύρυνση της κλιματικής διπλωματίας ως εργαλεία για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής οικονομίας. Καθώς η παγκόσμια ζήτηση ενέργειας αναμένεται να αυξηθεί τις επόμενες δεκαετίες, λόγω data centers, AI, εξηλεκτρισμού (ηλεκτροκίνηση, αντλίες θερμότητας), ο αγώνας για την ανάπτυξη και την επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) θα είναι κρίσιμος για τη διασφάλιση ενός βιώσιμου και δίκαιου μέλλοντος. Οι παγκόσμιοι ηγέτες συγκεντρώνονται στο Μπακού για το COP29 και η συζήτηση επικεντρώνεται στην εξεύρεση λύσεων που επιταχύνουν την ενεργειακή μετάβαση σε ένα μέλλον με χαμηλές - μηδενικές εκπομπές άνθρακα, αυξημένη ενεργειακή αποδοτικότητα και σημαντική διείσδυση ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα.
Η Ευρώπη, σημείωσε ο κ. Μαύρος, βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι στην προσπάθειά της να γίνει η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος έως το 2050. Η Πράσινη Συμφωνία της ΕΕ, το πακέτο «Fit for 55» και οι φιλόδοξοι στόχοι της για ΑΠΕ συμβάλλουν στην κατεύθυνση της ηπείρου προς ένα μέλλον καθαρής ενέργειας. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικά εμπόδια, ιδίως όσον αφορά στην ενσωμάτωση της νέας παραγωγής από ΑΠΕ, την διαχείριση των γηρασμένων ηλεκτρικών δικτύων, τη διασφάλιση της ενεργειακής ασφάλειας και την υλοποίηση της ενεργειακής μετάβασης σε ένα δίκαιο πλαίσιο χωρίς αποκλεισμούς για όλες τις περιφέρειες και τις κοινότητες της ΕΕ. «Η Ευρώπη θέτει τον ρυθμό σε παγκόσμιο επίπεδο όσον αφορά στις ΑΠΕ, αλλά πρέπει να προσέχουμε τις προκλήσεις που απορρέουν από έναν τόσο φιλόδοξο μετασχηματισμό. Καθώς προσπαθούμε για τις μηδενικές εκπομπές έως το 2050, η Ευρώπη πρέπει να επενδύσει όχι μόνο σε αιολική και ηλιακή ενέργεια και μονάδες αποθήκευσης ενέργειας, αλλά και σε υποδομές και τεχνολογία που θα διασφαλίσουν ότι η ενεργειακή μετάβαση καθίσταται σταθερή, ασφαλής και δίκαιη», επισήμανε ο κ. Μαύρος.
Ο ρόλος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης στην Ενεργειακή Μετάβαση
Ο κ. Μαύρος τόνισε ιδιαίτερα τον ρόλο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης -μιας περιοχής όπου ο Όμιλος ΔΕΗ επενδύει δυναμικά στις ΑΠΕ- στην ευρωπαϊκή στρατηγική αναφορικά με την απεξάρτηση από τον άνθρακα. Η Νοτιοανατολική Ευρώπη εξαρτιόταν ιστορικά από τον άνθρακα για την παραγωγή ενέργειας, ωστόσο, οι αυξανόμενες επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές έχουν αρχίσει να αναδιαμορφώνουν το ενεργειακό τοπίο. Η Ελλάδα, ειδικότερα, πρωτοπορεί, με τις ΑΠΕ να αντιπροσωπεύουν το 57% του ενεργειακού της μείγματος κατά το έτος 2023, σημειώνοντας ένα ιστορικό ορόσημο. «Η Νοτιοανατολική Ευρώπη παίζει κομβικό ρόλο στην ενεργειακή μετάβαση της Ευρώπης. Με άφθονους ανανεώσιμους πόρους, η περιοχή έχει τη δυνατότητα να οδηγήσει το μέλλον καθαρής ενέργειας της Ευρώπης. Πρέπει, ωστόσο, να διασφαλίσουμε ότι τα έργα ΑΠΕ της περιοχής ενσωματώνονται σε ένα σύγχρονο, ευέλικτο ενεργειακό δίκτυο, ένα δίκτυο που μπορεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά το αυξανόμενο μερίδιο των ΑΠΕ σε διασυνδεδεμένες αγορές».
Βασικά ζητήματα, σύμφωνα με τον κ. Μαύρο, είναι ο αργός ρυθμός εκσυγχρονισμού των ηλεκτρικών δικτύων και η επείγουσα ανάγκη για επενδύσεις σε υποδομές, με στόχο την ομαλή διείσδυση του αυξανόμενου μεριδίου των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα. Τα ηλεκτρικά δίκτυα της ΕΕ, με σχεδόν το 40% αυτών να είναι άνω των 40 ετών, συχνά αδυνατούν να ανταποκριθούν στην αυξανόμενη παραγωγή από ΑΠΕ, οδηγώντας σε περικοπές «πράσινης» ενέργειας και σε κίνδυνο τη διασφάλιση αξιόπιστου ενεργειακού εφοδιασμού. Παράλληλα, τα συστήματα αποθήκευσης ενέργειας, τα οποία ο κ. Μαύρος χαρακτήρισε ως «κλειδί», είναι απαραίτητα για την εξισορρόπηση της προσφοράς και της ζήτησης, ιδίως όταν διακοπτόμενες πηγές, όπως η αιολική και η ηλιακή ενέργεια, αποτελούν σημαντικό μέρος του ενεργειακού μείγματος. «Τα δίκτυα της ΕΕ δεν είναι επαρκώς προετοιμασμένα για τα τεράστιας κλίμακας έργα ΑΠΕ που χρειάζεται να ενσωματώσουν», προειδοποίησε ο κ. Μαύρος. «Χρειαζόμαστε επενδύσεις μεγάλης κλίμακας σε υποδομές δικτύων και λύσεις αποθήκευσης ενέργειας για να αποτρέψουμε τα σημεία συμφόρησης και να μειώσουμε την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Χωρίς αυτές τις επενδύσεις, κινδυνεύουμε να περιορίσουμε την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας και να χάσουμε πολύτιμη καθαρή ενέργεια. Η ΔΕΗ Ανανεώσιμες έχει ήδη δεσμευτεί και επενδύει στην αποθήκευση ενέργειας, μια επιλογή στρατηγικής σημασίας που θα συμβάλει στη σταθεροποίηση του δικτύου» ανέφερε σχετικά.
Η ΔΕΗ Ανανεώσιμες αποτελεί τον βασικό βραχίονα του Ομίλου ΔΕΗ για την ανάπτυξη έργων ΑΠΕ, στοχεύοντας να διαδραματίσει κυρίαρχο ρόλο και να αναδειχθεί «καταλύτης» της ενεργειακής μετάβασης στην Ελλάδα και στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η εταιρεία, σήμερα, δραστηριοποιείται σε όλες τις μορφές ανανεώσιμης ενέργειας και αποθήκευσης ενέργειας μέσω μπαταριών και η επέκταση του χαρτοφυλακίου της σε έργα ΑΠΕ πραγματοποιείται μέσω οργανικής ανάπτυξης, στρατηγικών συνεργασιών και εξαγορών. Ήδη, η ΔΕΗ Ανανεώσιμες έχει καταφέρει μέσα σε λίγα χρόνια να ενισχύσει το χαρτοφυλάκιο ΑΠΕ της από σχεδόν μηδέν το 2019 σε 1,5 GW έργα σε λειτουργία σήμερα, εκ των οποίων τα 0,8 GW στην Ελλάδα και τα 0,7 GW στη Ρουμανία. Παράλληλα, η κατασκευή νέων έργων ΑΠΕ ισχύος περίπου 3,3 GW στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης έχει ξεκινήσει ή θα ξεκινήσει άμεσα. Η ΔΕΗ Ανανεώσιμες δραστηριοποιείται και σε νέες, καινοτόμες τεχνολογίες όπως υπεράκτια αιολικά, πλωτά φωτοβολταϊκά, γεωθερμία κ.α.. Με βάση το ισχύον πενταετές επιχειρηματικό πλάνο του Ομίλου, η ΔΕΗ Ανανεώσιμες στοχεύει στη διαμόρφωση ενός διευρυμένου και διαφοροποιημένου χαρτοφυλακίου έργων ΑΠΕ και αποθήκευσης ενέργειας, που αναμένεται να ανέλθει στα επίπεδα των 5,5 GW (εκτός των μεγάλων υδροηλεκτρικών) έως το 2026.