Σύμφωνα με τη UBS η άνοδος των τιμών του φυσικού αερίου (+354% εφέτος στην Ευρώπη) είναι αποτέλεσμα της έντονης ζήτησης ειδικά από την Ασία και της περιορισμένης προσφοράς στο πλαίσιο της χαμηλότερης ευρωπαϊκής παραγωγής φυσικού αερίου, των χαμηλότερων εξαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου και της περιορισμένης προσφοράς LNG, σε συνδυασμό με τα χαμηλά αποθέματα. Επιπλέον, οι τιμές του φυσικού αερίου ωθήθηκαν και από τις υψηλότερες τιμές άνθρακα στην ΕΕ. Μέχρι στιγμής έχουν προκληθεί πληθωριστικές πιέσεις οι οποίες προς το παρόν δεν έχουν επηρεάσει την κατανάλωση και την επενδυτική δραστηριότητα, καθώς υπήρξε επενδυτικό και καταναλωτικό κενό λόγω της πανδημίας, αλλά αναμένεται να επηρεάσει και αυτούς τους δύο τομείς.
Η στάθμιση της ενέργειας στον δείκτη τιμών καταναλωτή της Ευρωζώνης είναι 9,5%, με τα υγρά καύσιμα (βενζίνη, ντίζελ και πετρέλαιο θέρμανσης) να έχουν το μεγαλύτερος βάρος (4,1% του συνολικού δείκτη), ακολουθούμενη από την ηλεκτρική ενέργεια (2,9%) και το φυσικό αέριο (1,9%). Ο συντελεστής στάθμισης της ενέργειας στο βρετανικό δείκτη τιμών είναι μικρότερος, στο 6%, με τα υγρά καύσιμα στο 2,8%, την ηλεκτρική ενέργεια στο 1,9%και το φυσικό αέριο 1,2%. Αυτό υποδηλώνει ότι κάθε 10% αύξηση στις τιμές καταναλωτή φυσικού αερίου και ηλεκτρικού ρεύματος προσθέτει περίπου 0,5% στον ονομαστικό πληθωρισμό στην Ευρωζώνη και 0,3%στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Στην πράξη σύμφωνα με τη UBS, ο αντίκτυπος στον πληθωρισμό εξαρτάται από τη μετάδοση από τις τιμές ενέργειας χονδρικής στη λιανική. Σε γενικές γραμμές, οι τιμές των καυσίμων κινούνται παράλληλα με την τιμή του πετρελαίου, με μια αύξηση 10% στην τιμή του πετρελαίου να προσθέτει 0,4% στον αρχικό πληθωρισμό. Αντίθετα, ο σύνδεσμος μεταξύ των τιμών πετρελαίου και αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας για τους καταναλωτές είναι πολύ ασθενέστερος. Ο κύριος μοχλός των τιμών του φυσικού αερίου στους καταναλωτές είναι οι τιμές χονδρικής, οι οποίες με την πάροδο του χρόνου έχουν συνδεθεί πολύ λιγότερο με τις τιμές του πετρελαίου. Όσον αφορά την ηλεκτρική ενέργεια, η ευαισθησία των τιμών στο φυσικό αέριο ποικίλλει ανά χώρα, ανάλογα με τον τρόπο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (φυσικό αέριο, άνθρακας, υδροηλιακή, ηλιακή, αιολική κ.λπ.).
Και το κυριότερο, όπως τονίζει η UBS, σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, οι τιμές φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας ρυθμίζονται, τουλάχιστον εν μέρει. Το 2019, για παράδειγμα, η ενεργειακή συνιστώσα αντιπροσώπευε το 45% των τιμών του φυσικού αερίου για οικιακή χρήση στην ΕΕ, με το υπόλοιπο της λιανικής τιμής να οφείλεται στα τέλη δικτύου και άλλους φόρους και εισφορές. Κατά συνέπεια, η μετάδοση από τις τιμές χονδρικής φυσικού αερίου στις τιμές λιανικής φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας κινείται έως το 50%, και ακόμη χαμηλότερα σε περίπτωση κρατικής παρέμβασης.
Ορισμένες κυβερνήσεις στην Ευρωζώνη ανακοίνωσαν πρόσφατα παρεμβάσεις που είναι πιθανό να περιορίσουν τη μετάδοση από τις τιμές χονδρικής στη λιανική, αλλά οι αυξήσεις δασμών που έχουν ήδη ανακοινωθεί στη Γαλλία (αύξηση 12,6% στις τιμές του φυσικού αερίου), την Ιταλία (29,8 % αύξηση της ηλεκτρικής ενέργειας και 14,4% στις τιμές του φυσικού αερίου), την Ισπανία (αύξηση 4,4% στις τιμές του φυσικού αερίου) και το Ηνωμένο Βασίλειο (αύξηση κατά 12% στις τιμές του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος) θα προσθέσουν 0,2% στον πληθωρισμό της Ευρωζώνης τους επόμενους μήνες, με την κορύφωση να αναμένεται για τον Νοέμβριο. Αυτό συνεπάγεται επίσης ότι ο μέσος πληθωρισμός το 2022 θα είναι 0,2% υψηλότερος από ό, τι υπολογιζόταν προηγουμένως, όπως επισημαίνει η UBS.
Το πετρέλαιο παραμένει επί του παρόντος η σημαντικότερη πηγή ενέργειας. To 2019 εξακολουθούσε να αντιπροσωπεύει το 36% και το 39%, αντίστοιχα, της κατανάλωσης ενέργειας της Ευρωζώνης και του Ηνωμένου Βασιλείου. Το ποσοστό φυσικού αερίου ήταν 25% και 37%, αντίστοιχα. Σε γενικές γραμμές, η αύξηση 10% στην τιμή του πετρελαίου συνεπάγεται μείωση 0,1% τον πρώτο χρόνο, κυρίως μέσω ασθενέστερης κατανάλωσης των νοικοκυριών και των επενδύσεων. Δεδομένου ότι το φυσικό αέριο αντιπροσωπεύει μικρότερο μερίδιο από το πετρέλαιο στο ενεργειακό μείγμα της Ευρωζώνης, η ευαισθησία του ΑΕΠ στις υψηλότερες τιμές του φυσικού αερίου είναι πιθανό να είναι κάπως μικρότερη από ό, τι στις τιμές του πετρελαίου. Εάν διατηρηθούν τα υψηλότερα επίπεδα τιμών η αύξηση 140%+ των τιμών του φυσικού αερίου από τον Ιούλιο θα έχει αρνητική επίπτωση κατά 1,4% στο ΑΕΠ της Ευρωζώνης το β’ εξάμηνο του 2021.
Η UBS καταλήγει ότι το πραγματικό αποτέλεσμα μπορεί να μην είναι τόσο αρνητικό. Πρώτον, γιατί οι αυξήσεις των τιμών μπορεί να μην αποδειχθούν επίμονες, δεύτερον, όπως προαναφέρθηκε, είναι απίθανο οι αυξήσεις των τιμών χονδρικής να επηρεάσουν πλήρως τις τιμές του καταναλωτή, και τρίτον, ο αντίκτυπος στα νοικοκυριά της Ευρωζώνης θα ελαχιστοποιηθεί από τη μεγάλη συσσώρευση αποταμιεύσεων κατά τη διάρκεια των lockdowns. Με βάση την αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος το τρίτο τρίμηνο και εκείνων που ανακοινώθηκαν για το τέταρτο τρίμηνο, η UBS εκτιμά ότι το χτύπημα στην κατανάλωση των νοικοκυριών θα φτάσει το -0,4%, με τον αντίκτυπο της αύξησης του ΑΕΠ να κυμαίνεται γύρω στο -0,2% στο β’ εξάμηνο του 2021.