ΕΥ: Ανθεκτική η ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού, παρά την αβεβαιότητα του διεθνούς περιβάλλοντοςΣε ένα περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας στην Ευρώπη, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο, η ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού αποδεικνύεται ανθεκτική. 37% των επιχειρήσεων σχεδιάζουν να επενδύσουν, ή να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στη χώρα μας, στη διάρκεια του επόμενου χρόνου, ενώ τρεις στους τέσσερις επενδυτές (75%), εκτιμούν ότι η ελκυστικότητα της Ελλάδας θα βελτιωθεί περαιτέρω στα επόμενα τρία χρόνια. Αυτά είναι μερικά από τα ευρήματα της τέταρτης μεγάλης έρευνας της ΕΥ Ελλάδος, EY Attractiveness Survey Ελλάδα 2022, με θέμα την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού, η οποία διενεργήθηκε από τη Euromoney, μεταξύ 15 Μαρτίου και 15 Απριλίου.
Την επίσημη παρουσίαση της έρευνας έκανε ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδος, Παναγιώτης Παπάζογλου, στην εναρκτήρια συνεδρία του 5th InvestGR Forum 2022: A New Greece Emerges, η οποία πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 13 Ιουλίου.
Βασικά σημεία της έρευνας:
- Οι επενδύσεις της τελευταίας διετίας αντιπροσωπεύουν το 24% του συνόλου των ΑΞΕ κατά την περίοδο 2000-2021
- Βελτιώνεται η ποιοτική σύνθεση των επενδύσεων
- Το 58% εκτιμούν ότι η εικόνα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού, έχει βελτιωθεί τον τελευταίο χρόνο, και το 75% ότι θα βελτιωθεί περαιτέρω την επόμενη τριετία
- 37% των επιχειρήσεων, από 34% το 2021, σχεδιάζουν να επενδύσουν στην Ελλάδα τη χρονιά που έρχεται
- Ποιότητα ζωής (75%), υποδομές μεταφορών και logistics (73%), υποδομές τηλεπικοινωνιών / ψηφιακές υποδομές (72%), εσωτερική αγορά της χώρας (72%) και δεξιότητες ανθρώπινου δυναμικού (70%), τα ισχυρά χαρτιά της χώρας
- Βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος και των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού (40%), υποστήριξη των κλάδων υψηλής τεχνολογίας και της καινοτομίας (37%), μείωση της φορολογίας (33%) και ενίσχυση των ΜμΕ, κορυφαίες προτεραιότητες για τη βελτίωση της ελκυστικότητας της Ελλάδας
Ο χρόνος διεξαγωγής της έρευνας και οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία
Ο πόλεμος στην Ουκρανία δημιούργησε, αναπόφευκτα, μια αρνητική ψυχολογία στην παγκόσμια επενδυτική κοινότητα. Η έρευνα για την Ελλάδα αποτυπώνει αυτό το κλίμα πιο έντονα, καθώς ήταν από τις τελευταίες έρευνες που διεξήχθησαν στην Ευρώπη, όταν η μεγάλη διάρκεια της σύρραξης και οι οικονομικές της επιπτώσεις είχαν πλέον καταστεί κοινή συνείδηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι, μία στις τρεις επιχειρήσεις (32%) δηλώνει ότι έχει καθυστερήσει τα άμεσα επενδυτικά της σχέδια για την Ελλάδα μέχρι το 2023, ή και αργότερα, ως αποτέλεσμα του πολέμου. Ωστόσο, πάνω από τους μισούς ερωτώμενους (54%) απαντούν ότι δεν έχουν επέλθει αλλαγές στον σχεδιασμό τους, ενώ 13% των ερωτηθέντων αναφέρουν ότι προχωρούν σε μικρή (<20%) αύξηση των προγραμματισμένων επενδύσεων.
Δεύτερη καλύτερη χρονιά ως προς τον αριθμό των ΑΞΕ στην Ελλάδα, ενώ συνεχίζεται η βελτίωση της ποιοτικής σύνθεσης των επενδύσεων
Σύμφωνα με το ΕΥ European Investment Monitor, μια εκτεταμένη βάση δεδομένων που επεξεργάζεται η ΕΥ, το 2021 πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα 30 άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ), αριθμός που αποτελεί τη δεύτερη καλύτερη επίδοση της χώρας από την έναρξη της έρευνας το 2000, μετά τον περσινό αριθμό ρεκόρ των 39 επενδύσεων. Αθροιστικά, οι επενδύσεις της τελευταίας διετίας αντιπροσωπεύουν το 24% του συνόλου των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία 22 χρόνια. Το 2021, εντάθηκε η στροφή προς επενδύσεις με υψηλή προστιθέμενη αξία. Με βάση το είδος της δραστηριότητας όπου κατευθύνονται οι επενδύσεις, το 30% αφορά επενδύσεις σε κεντρικά γραφεία επιχειρήσεων (headquarters), έναντι μόλις 4% μεταξύ 2000 και 2020, και 7% στο σύνολο της Ευρώπης το 2021, ενώ στη δεύτερη και τρίτη θέση βρίσκονται αντίστοιχα οι βιομηχανικές δραστηριότητες (20%) και οι δραστηριότητες logistics (17%). Με βάση τους κλάδους της οικονομίας, στην κορυφή της κατάταξης βρίσκονται η αγροδιατροφή (20%), οι μεταφορές και τα logistics (20%) και οι υπηρεσίες λογισμικού και πληροφορικής (17%), τρεις κλάδοι που συνδέονται με σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας: την ποιότητα των αγροτικών της προϊόντων, τη γεωγραφική της θέση και τις δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού της.
Αυξάνεται η διάθεση για επενδύσεις και η αισιοδοξία για το μέλλον
Το ποσοστό των επιχειρήσεων που σχεδιάζουν να επενδύσουν, ή να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στην Ελλάδα, στη διάρκεια του επόμενου χρόνου, παρά τις δύσκολες γεωπολιτικές συνθήκες, αυξήθηκε για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, φτάνοντας στο 37%, από 34% πέρσι και 28% το 2020.
Την ίδια ώρα, 58% των συμμετεχόντων στην έρευνα δηλώνουν ότι η άποψή τους για την Ελλάδα ως ένα μέρος όπου η επιχείρησή τους θα μπορούσε να αναπτύξει ή να επεκτείνει τις δραστηριότητές της, έχει βελτιωθεί κατά τον τελευταίο χρόνο, ποσοστό οριακά μειωμένο έναντι του 2021 (62%), ενώ τρεις στους τέσσερις επενδυτές (75%), εκτιμούν ότι η ελκυστικότητα της Ελλάδας θα βελτιωθεί στα επόμενα τρία χρόνια, ποσοστό που κατατάσσει την Ελλάδα στην πρώτη θέση μεταξύ των υπό σύγκριση χωρών, αλλά και συγκριτικά με το σύνολο της Ευρώπης (64%).
Ψήφος εμπιστοσύνης στις επιμέρους πολιτικές για την ελκυστικότητα
Σημαντική βελτίωση καταγράφεται ως προς τις απόψεις της επενδυτικής κοινότητας σχετικά με τις ακολουθούμενες πολιτικές για τη βελτίωση επιμέρους πτυχών της ελκυστικότητας της χώρας. Το εύρημα αυτό δείχνει να επιβεβαιώνει ότι οι επενδυτές αποδίδουν τη βελτίωση της εικόνας της χώρας στην εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών και όχι πλέον στη χρονική συγκυρία και τη λήξη της περιόδου αβεβαιότητας που προκάλεσε η οικονομική κρίση. Συγκεκριμένα, θετικά αξιολογούνται οι πολιτικές για την προσέλκυση επιχειρήσεων (81%), την προσέλκυση ανθρώπινου δυναμικού (78%), την προσέλκυση καινοτόμων δραστηριοτήτων (75%), την προσέλκυση κεφαλαίου (65%), την προσέλκυση κεντρικών γραφείων και κέντρων λήψης αποφάσεων (58%) και τη δημιουργία κέντρων ανταγωνιστικότητας & κόμβων παγκόσμιας εμβέλειας (55%).
Συγκριτικά πλεονεκτήματα και αδύναμα σημεία της χώρας
Ως ισχυρά χαρτιά της ελκυστικότητας της χώρας αναδεικνύονται, και πάλι, η ποιότητα ζωής (75%), οι υποδομές μεταφορών και logistics (73%), οι υποδομές τηλεπικοινωνιών / ψηφιακές υποδομές (72%), η εσωτερική αγορά της Ελλάδας (72%), καθώς και οι δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού (70%). Στον αντίποδα, ως λιγότερο ελκυστικά στοιχεία αναδεικνύονται η ευελιξία της εργατικής νομοθεσίας (46%), η γεωπολιτική θέση της Ελλάδας (47%), το εκπαιδευτικό σύστημα (48%) και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση και διαθεσιμότητα κεφαλαίων στην Ελλάδα (48%).
Βιώσιμη ανάπτυξη, τεχνολογία και ανθρώπινο δυναμικό
Οι συμμετέχοντες στην έρευνα αξιολόγησαν, επίσης, την Ελλάδα με βάση μια σειρά από κριτήρια που συνδέονται με τη βιώσιμη ανάπτυξη, την τεχνολογία και το ανθρώπινο δυναμικό, τρεις από τους σημαντικότερους παράγοντες που επηρεάζουν σήμερα τις επενδυτικές αποφάσεις, και στους οποίους η Ελλάδα έχει δώσει ιδιαίτερη έμφαση τα τελευταία χρόνια. Σε όλους τους επιμέρους τομείς, η πλειοψηφία των ερωτώμενων εκτιμά ότι οι επιδόσεις της Ελλάδας είναι εφάμιλλες, ή και καλύτερες, σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ωστόσο, σε αρκετούς τομείς, υπάρχουν και σημαντικά μειοψηφικά ποσοστά των ερωτώμενων που θεωρούν ότι οι επιδόσεις της χώρας υστερούν των αντίστοιχων ευρωπαϊκών, υπενθυμίζοντας τον σκληρό ανταγωνισμό και τις προσπάθειες που καταβάλλουν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες σήμερα για την προσέλκυση επενδύσεων.
Τομείς προτεραιότητας για την ενίσχυση της ελκυστικότητας της χώρας
Οι επενδυτές εκτιμούν ότι, για να βελτιώσει τη θέση της, η Ελλάδα πρέπει να επικεντρωθεί στη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος και των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού (40%), την υποστήριξη των κλάδων της καινοτομίας και της υψηλής τεχνολογίας (37%), τη μείωση της φορολογίας (33%) και την ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (27%).
Τέλος, ένα εντυπωσιακό 90% των επιχειρήσεων, και 83% εκπροσώπων των επιχειρήσεων που δεν έχουν μέχρι σήμερα παρουσία στη Ελλάδα, έναντι 86% και 62% αντίστοιχα πέρυσι, δηλώνουν ότι θα ήταν πιο πρόθυμοι να επενδύσουν στη χώρα, αν αντιμετωπιστούν τα αρνητικά σημεία που λειτουργούν σήμερα αποτρεπτικά.
Οι προτάσεις της ΕΥ
Μέσω της έρευνας, η ΕΥ Ελλάδος, καταθέτει μια δέσμη προτάσεων με στόχο την περαιτέρω βελτίωση της ελκυστικότητας της χώρας, οι οποίες κινούνται σε 10 βασικούς άξονες:
- Ανθρώπινο δυναμικό και δεξιότητες
- Ψηφιακή τεχνολογία και καινοτομία
- Βιώσιμη ανάπτυξη και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας
- Logistics και υποδομές
- Επανεστίαση στη βιομηχανία
- Φορολογία
- Γραφειοκρατία και δικαιοσύνη
- Μικρομεσαίες επιχειρήσεις
- Συστράτευση για αποτελεσματικότερη επικοινωνία στο εξωτερικό
- Πολιτική σταθερότητα
Ο Πρωθυπουργός, κος Κυριάκος Μητσοτάκης, καταθέτει στην έρευνα την άποψή του αναφορικά με τη βελτίωση της εικόνας της χώρας και αναφέρεται στα βήματα που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί και σε όσα πρέπει να γίνουν, τονίζοντας:
«Η προσπάθεια συνεχίζεται. Το κράτος γίνεται μεν ψηφιακό, αλλά πρέπει να γίνει συνολικά και πιο αποτελεσματικό. Η απονομή της δικαιοσύνης να επιταχυνθεί περισσότερο. Άλλες τομές, όπως για παράδειγμα αυτές στην κατάρτιση, έχουν ψηφιστεί, αλλά μένει και να εφαρμοστούν σωστά. Ενώ πολλές άλλες επενδύσεις προγραμματίζονται, αλλά πρέπει να ολοκληρωθεί ο σχεδιασμός τους και να ανακοινωθούν. Η Ελλάδα πρέπει και μπορεί να είναι από τους πρώτους επενδυτικούς προορισμούς της Ευρώπης».
Εκτός από τον Πρωθυπουργό, τις απόψεις τους για τη σημασία των ξένων επενδύσεων για την Ελλάδα, εκφράζουν στην έρευνα, και οι Υπουργοί κ.κ. Χρήστος Σταϊκούρας, Υπουργός Οικονομικών, Άδωνις Γεωργιάδης, Υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας, καθώς και οι κ.κ. Δημήτρης Παπαλεξόπουλος, Πρόεδρος ΣΕΒ, Πρόεδρος Εκτελεστικής Επιτροπής Ομίλου ΤΙΤΑΝ και Νίκος Βέττας, Γενικός Διευθυντής ΙΟΒΕ και Καθηγητής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Συστράτευση για την αντιμετώπιση του εντεινόμενου ανταγωνισμού
Παρουσιάζοντας την έρευνα, ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδος, κος Παναγιώτης Παπάζογλου, δήλωσε: «Σε μια χρονιά αυξανόμενης παγκόσμιας αβεβαιότητας, η ελκυστικότητα της χώρας μας ως επενδυτικού προορισμού παραμένει υψηλή, χάρη στα σημαντικά βήματα των τελευταίων ετών. Την κατάκτηση αυτή, και την ευρεία συναίνεση, γύρω από την επιτακτική ανάγκη προσέλκυσης ξένων επενδύσεων, με καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας και υψηλή προστιθέμενη αξία για την εθνική οικονομία, οφείλουμε να την περιφρουρήσουμε, μέσω της συστράτευσης των πολιτικών και παραγωγικών δυνάμεων, της δημόσιας διοίκησης, αλλά και της ελληνικής κοινωνίας. Πρέπει, δε, να θυμόμαστε ότι δραστηριοποιούμαστε σε ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό ευρωπαϊκό και παγκόσμιο περιβάλλον, στο οποίο, όλες οι χώρες εντείνουν σήμερα τις προσπάθειές τους και προχωρούν με γρήγορους ρυθμούς για να ενισχύουν περαιτέρω την ελκυστικότητά τους. Με αυτές πρέπει να συγκρινόμαστε πλέον, και όχι με τις παλιότερες δικές μας επιδόσεις!».