Η Ελλάδα όπως και η υπόλοιπη Νότια Ευρώπη, επωφελείται από τη σημαντική στήριξη των πόρων της Ε.Ε ώστε να κλείσει το μεγάλο επενδυτικό χάσμα με την υπόλοιπη ήπειρο και, ταυτόχρονα, αντιμετωπίζει περιορισμένο πολιτικό κίνδυνο ενόψει των εκλογών του 2023, σύμφωνα με την Goldman Sachs.
Ωστόσο, οι συνεχιζόμενες αυξήσεις επιτοκίων και ο πιο πρόσφατος επιθετικός τόνος της ΕΚΤ δημιουργούν πίεση στις αποδόσεις των ομολόγων. Μάλιστα ο οίκος υπολογίζει πως μέχρι το 2026 το μέσο κόστος δανεισμού σε Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία, θα μπορούσε εύκολα να φτάσει σε επίπεδα παρόμοια με τις αρχές της δεκαετίας του 2010. Δεδομένου ότι η πίεση αυτή τροφοδοτεί αργά αλλά σταθερά το κόστος του χρέους, οι χώρες της Νότιας Ευρώπης αντιμετωπίζουν ιδιαίτερη ανάγκη να επιταχύνουν τις επενδύσεις και να εξασφαλίσουν μελλοντική ανάπτυξη, επισημαίνει η Goldman Sachs.
Το μεγάλο επενδυτικό χάσμα
Πιο αναλυτικά, όπως σημειώνει σε σημερινή της έκθεση η αμερικανική τράπεζα, η Νότια Ευρώπη ξεπέρασε τις επιδόσεις της Ευρωζώνης τόσο στον τομέα της μεταποίησης όσο και στον τομέα των υπηρεσιών κατά τη διάρκεια της ανάκαμψης μετά την Covid. Ωστόσο, η οικονομική δραστηριότητα έχει αρχίσει πλέον να χάνει τη δυναμική της, αμφισβητώντας τη συνεχιζόμενη ανάκαμψη των επενδύσεων. Ενώ η Ευρωζώνη έχει σχεδόν επιστρέψει στο επενδυτικό επίπεδο που είχε πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, η Νότια Ευρώπη εξακολουθεί να πλησιάζει και παραμένει περίπου 1% του ΑΕΠ κάτω από τον δείκτη επενδύσεων προς ΑΕΠ του 2010.
Η έλλειψη επενδύσεων κεφαλαίου συνοδεύτηκε από υποτονική αύξηση της παραγωγικότητας, ιδίως στην Ελλάδα και την Ιταλία, σημειώνει η Goldman. Ενώ η επιβράδυνση της οικονομικής δυναμικής εγκυμονεί τον κίνδυνο να επιβραδυνθούν ξανά οι επενδύσεις, η ευκαιρία που παρέχουν τα ευρωπαϊκά δημοσιονομικά προγράμματα - Recovery and Resilience Facility και REPowerEU - σε συνδυασμό με τα μειωμένα επίπεδα ιδιωτικής μόχλευσης προσφέρουν ένα πιο ευνοϊκό πλαίσιο για κεφαλαιουχικές δαπάνες. Για να επιτύχει διαρκή μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, η Νότια Ευρώπη πρέπει να κλείσει το επενδυτικό χάσμα με την ευρωζώνη που διαμορφώνεται στο 2,5% του ΑΕΠ περίπου - ενώ η Ελλάδα υστερεί περισσότερο.
Εκλογές 2023: Η πολιτική έχει σημασία, όχι τα αποτελέσματα
Η συνεχιζόμενη πολιτική στήριξη για ένα μείγμα πολιτικών με επίκεντρο τις επενδύσεις στη Νότια Ευρώπη παραμένει ζωτικής σημασίας, τονίζει η Goldman. Το 2022 τόσο η Πορτογαλία όσο και η Ιταλία αντιμετώπισαν γενικές εκλογές. Και στις δύο χώρες, η διαδικασία απέφερε μια σαφή κοινοβουλευτική πλειοψηφία: μια κεντροαριστερή πλειοψηφία με επικεφαλής το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) στην Πορτογαλία και τη δεύτερη μεγαλύτερη κεντροδεξιά πλειοψηφία με επικεφαλής το Fratelli d'Italia (FdI) στην Ιταλία. Αν και διαφορετικές, οι δύο εκλογές κατέληξαν να μην προκαλέσουν διαταραχή στην υιοθέτηση του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού προγράμματος. Ενώ οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις υποδεικνύουν την αποδυνάμωση της δυναμικής της κυβερνητικής πλειοψηφίας στην Πορτογαλία και την εκτεταμένη ισχύ της κεντροδεξιάς πλειοψηφίας στην Ιταλία, η πολιτική σταθερότητα φαίνεται καλά εδραιωμένη. Ο κύριος κίνδυνος για τις επενδύσεις είναι ότι αμφισβητείται η πολιτική δέσμευση για την εφαρμογή του Ταμείου Ανάκαμψης, ειδικά στην Ιταλία.
Το 2023 θα γίνουν γενικές εκλογές τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ισπανία. Και οι δύο χώρες φαίνεται ότι είναι σε θέση να εφαρμόσουν την ευρωπαϊκή δημοσιονομική στήριξη, η οποία θα μπορούσε να υπερβεί το 3% του ΑΕΠ το 2023, καθώς το ζήτημα δεν διχάζει τα πολιτικά τοπία στις δύο χώρες. Στην Ελλάδα, η Νέα Δημοκρατία, με τη σαφή δέσμευσή της για το Ταμείο Ανάκαμψης και την επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας για το ελληνικό δημόσιο χρέος, συνεχίζει να προηγείται στις δημοσκοπήσεις. Στην Ισπανία, τα δύο κορυφαία κόμματα (PSOE και PP), ενώ ανταγωνίζονται στενά για την κοινοβουλευτική ηγεσία στις επερχόμενες γενικές εκλογές, μοιράζονται παρόμοια δέσμευση για την υλοποίηση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων.
Πιέσεις από τις αυξανόμενες αποδόσεις των ομολόγων
Ενώ η Νότια Ευρώπη επωφελείται από την ασυνήθιστη στήριξη της Ε.Ε να κλείσει το επενδυτικό χάσμα με την υπόλοιπη ήπειρο και, ταυτόχρονα, εκτίθεται σε περιορισμένο πολιτικό κίνδυνο, ο συνεχιζόμενος κύκλος αυξήσεων επιτοκίων και ο πιο πρόσφατος επιθετικός τόνος της ΕΚΤ δημιουργούν πίεση στις αποδόσεις των ομολόγων της περιοχής. Δεδομένου ότι η πίεση των υψηλότερων αποδόσεων τροφοδοτεί αργά αλλά σταθερά το κόστος του χρέους, οι χώρες της Νότιας Ευρώπης αντιμετωπίζουν ιδιαίτερη ανάγκη να επιταχύνουν τις επενδύσεις και να εξασφαλίσουν μελλοντική ανάπτυξη, τονίζει η Goldman.
Η εμπειρία της Νότιας Ευρώπης μετά την κρίση του δημόσιου χρέους υπογραμμίζει τη σημασία της σύνθεσης, πέρα από το μέγεθος, της δημοσιονομικής εξυγίανσης. Οι συγκλίνουσες δημοσιονομικές εξυγιάνσεις συνδυάστηκαν με αποκλίνουσες επιδόσεις ανάπτυξης μεταξύ των χωρών. Ενώ η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιταλία αύξησαν τα πρωτογενή τους ισοζύγια κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2010 - στις αρχές της δεκαετίας στην περίπτωση της Ιταλίας, τα προφίλ ανάπτυξης παρέμειναν αρκετά διαφορετικά. Η Ιταλία έμεινε πίσω σε όρους ανάπτυξης, ενώ η Ισπανία -η χώρα που διατηρούσε τα χαμηλότερα πρωτογενή ισοζύγια στην περιοχή την ίδια περίοδο- είχε τις πιο ισχυρές επιδόσεις ανάπτυξης μέχρι την ύφεση της Covid.
Οι αποκλίνουσες επιδόσεις ανάπτυξης στη Νότια Ευρώπη διέφεραν επίσης ως προς την αποτελεσματικότητά τους για τη διατήρηση του χρέους προς το ΑΕΠ σε φθίνουσα πορεία. Στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία, το μειωμένο κόστος του χρέους που απολάμβαναν μετά το τέλος της κρίσης του δημόσιου χρέους, συνδυάστηκε με μια δυναμική ενίσχυσης της ανάπτυξης που ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 2010. Κατά συνέπεια, οι δείκτες χρέους προς ΑΕΠ μειώθηκαν σημαντικά στην Πορτογαλία και την Ισπανία. Αντίθετα, στην Ιταλία, η πραγματική ανάπτυξη επιβραδύνθηκε τόσο πολύ για να αντισταθμίσει τα οφέλη από το χαμηλότερο κόστος δανεισμού και η μείωση του δημόσιου χρέους ήταν αρκετά περιορισμένη. Η διαφορά μεταξύ του μέσου κόστους του χρέους και της ονομαστικής ανάπτυξης παρέμεινε η μεγαλύτερη στην ιταλική οικονομία, χωρίς ποτέ να γίνει αρνητική και, επομένως, να συμβάλει στην αύξηση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ.
Στο τρέχον περιβάλλον αύξησης των επιτοκίων, ενώ οι κρατικοί εκδότες επωφελούνται από την αυξημένη ονομαστική ανάπτυξη, αντιμετωπίζουν επίσης αυξανόμενο κόστος δανεισμού. Η Goldman Sachs αναμένει πλέον ότι το τελικό επιτόκιο της ΕΚΤ θα διαμορφωθεί στο 3,25% (έναντι 3% προηγουμένως). Προκειμένου να εκτιμηθεί ο αντίκτυπός του στο κόστος δανεισμού του δημοσίου στη νότια Ευρώπη, η τράπεζα λαμβάνει υπόψη τις καμπύλες αποδόσεων του δημοσίου χρέους για τις τέσσερις οικονομίες μέχρι το 2026. Οι αποδόσεις στα ιταλικά βραχυπροθέσμα ομόλογα αναμένεται να αυξηθούν κατά 200 μ.β, και το 10ετές ομόλογο κατά 150 μ.β έως το 2025.
Στη συνέχεια, η Goldman λαμβάνει υπόψη την τρέχουσα σταθμισμένη μέση διάρκεια (WAM) του κρατικού χρέους στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία για να εκτιμήσει το μερίδιο του χρέους που πρέπει να αναχρηματοδοτηθεί στην αγορά σε ένα δεδομένο έτος. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η μέση διάρκεια κυμαίνεται από λίγο περισσότερο από 7 χρόνια στην Ιταλία έως σχεδόν 8 χρόνια στην Ισπανία, με την Ελλάδα να εξακολουθεί να επωφελείται από τα ευρωπαϊκά προγράμματα βοήθειας, μπορεί να εκτιμηθεί πόσο γρήγορα οι αυξανόμενες αποδόσεις τροφοδοτούν το μέσο κόστος του χρέους για κάθε δημόσιο χρέος.
Με την υπόθεση ότι οι χώρες δεν θα αλλάξουν τη διάρθρωση ληκτότητας του χρέους τους, η Goldman διαπιστώνει ότι το προσαρμοσμένο κόστος του χρέους WAM στη Νότια Ευρώπη θα αυξηθεί με σχετικά γρήγορο ρυθμό τα επόμενα τρία χρόνια. Μέχρι το 2026 το μέσο κόστος δανεισμού θα μπορούσε εύκολα να φτάσει σε επίπεδα παρόμοια με τις αρχές της δεκαετίας του 2010, με αυξήσεις που κυμαίνονται από 15 μονάδες βάσης στην Ελλάδα έως σχεδόν 90 μονάδες βάσης στην Ιταλία.
Σύμφωνα με την εμπειρία, μετά την κρίση του δημόσιου χρέους και υπό το πρίσμα της βιωσιμότητας του χρέους προς το ΑΕΠ, η τρέχουσα τιμολόγηση της αγοράς καθιστά ιδιαίτερα επείγον η Νότια Ευρώπη να κλείσει το επενδυτικό χάσμα και να εξασφαλίσει μελλοντική ανάπτυξη αξιοποιώντας το διαθέσιμο μείγμα ευρωπαϊκής δημοσιονομικής πολιτικής, καταλήγει η Goldman Sachs.