Το Εφετείο ακύρωσε απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, σύμφωνα με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή κατά τράπεζας η οποία αγόρασε με τα χρήματα του πελάτη ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης. Με τη νέα απόφαση το Εφετείο καλεί την τράπεζα να επιστρέψει τα χρήματα που επενδύθηκαν και να αποζημιώσει τους τρεις προσφεύγοντες – μητέρα και τα δύο παιδιά της – με 3.000 ευρώ έκαστος για ηθική βλάβη.
Η πρώτη ενάγουσα, που ήταν ιδιωτική υπάλληλος και είναι ήδη συνταξιούχος του ΙΚΑ, μητέρα των δύο άλλων εναγόντων, διατηρούσε με το σύζυγο της λογαριασμό στο υποκατάστημα της πρώτης εναγομένης τράπεζας στην Άνδρο. Τα χρήματα αυτά ήταν τοποθετημένα. σε λογαριασμό προθεσμιακών καταθέσεων.
Η δεύτερη ενάγουσα, ήταν τελειόφοιτη του Πανεπιστημίου Αιγαίου στο τμήμα Μηχανικών Σχεδίασης Προϊόντων και Συστημάτων και ο τρίτος ενάγων, ήταν πτυχιούχος του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, εργάζεται δε στο εξωτερικό.
Η επένδυση το 2006
Το 2006, η πρώτη ενάγουσα με το σύζυγο της δέχθηκαν πρόταση από τον Διευθυντή του υποκαταστήματος της πρώτης εναγομένης στην Άνδρο, να συζητήσουν με εξειδικευμένο υπάλληλο της πρώτης εναγομένης για την καλύτερη αξιοποίηση του κεφαλαίου τους, Ειδικότερα, τους συστάθηκε να κάνουν συνάντηση με εξειδικευμένο στέλεχος της πρώτης εναγομένης τράπεζας από το “private banking”, με την κα …, συνάντηση που δέχθηκαν να πραγματοποιήσουν τον Αύγουστο 2006, στο υποκατάστημα της τράπεζας στην Άνδρο, όπου μετέβη το ως άνω στέλεχος και τους ενημέρωσε σχετικά με τραπεζικά και επενδυτικά προϊόντα.
Στη συνάντηση έγινε σαφής η διάθεση της πρώτης ενάγουσας ότι δεν επιθυμεί ριψοκίνδυνες τοποθετήσεις του κεφαλαίου της και η κα … διαβεβαίωσε αυτήν και το σύζυγο της ότι τα χρήματα τους θα τοποθετηθούν σε επενδύσεις εξασφαλισμένου κεφαλαίου και σε προϊόντα της εναγομένης τράπεζας.
Μετά από τις διαβεβαιώσεις αυτές, οι ενάγοντες προέβησαν στην υπογραφή της υπ’ αριθ. ./21-9-2006 βασικής σύμβασης επενδυτικών υπηρεσιών και της υπ’ αριθ. ./21-9-2006 πρόσθετης πράξης συμβάσεως επενδυτικών υπηρεσιών – συμβουλευτικές υπηρεσίες (για την δεύτερη ενάγουσα που τότε ήταν ανήλικη υπέγραψε και ο πατέρας της).
Συντηρητικοί αποταμιευτές
Όπως αναφέρεται, η «έως τότε επαφή της δεύτερης και του τρίτου των εναγόντων με τραπεζικά ή επενδυτικά θέματα ήταν μηδενική, άλλωστε το έτος 2006 η δεύτερη εξ αυτών ήταν ανήλικη και ο τρίτος εξ αυτών μόλις 19 ετών. Η σχέση της πρώτης ενάγουσας με τραπεζικά και επενδυτικά θέματα ήταν αυτή του συντηρητικού αποταμιευτή και άπειρου επενδυτή. Συγκεκριμένα, η πρώτη ενάγουσα είχε προβεί σε αγορά τραπεζικών προϊόντων, που με βάση την αναλυτική κατάσταση κινήσεων αξιόγραφων, ανήκαν στην κατηγορία σταθερού εισοδήματος».
Μετά την υπογραφή της σύμβασης επενδυτικών υπηρεσιών, η τράπεζα προχώρησε στις 9-3-2007 στην αγορά του ομολόγου με κωδικό ., με εκδότρια την …, στο όνομα των εναγόντων, με ημερομηνία έκδοσης του ομολόγου την 26-5-2006 και ημερομηνία λήξης την 26-5-2016, ονομαστικής αξίας 300.000 ευρώ και αξίας διακανονισμού 302.521,03 ευρώ, με κυμαινόμενο επιτόκιο.
Ωστόσο, δεν προκύπτει ότι οι ενάγοντες είχαν δώσει εντολή απόκτησης του εν λόγω ομολόγου. Συγκεκριμένα, δεν αποδεικνύεται ότι χορηγήθηκε εντολή των επενδυτών – εναγόντων προς τις εναγόμενες για την απόκτηση του εν λόγω ομολόγου είτε εγγράφως, με φαξ ή με μήνυμα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή προφορικά ή με τηλεφωνική εντολή.
Επίσης, το συγκεκριμένο ομόλογο, όπως προκύπτει και από το έγγραφο τελικών όρων έκδοσης του (24-5-2006), ήταν μειωμένης εξασφάλισης, ήτοι έρχεται τελευταίο σε προτεραιότητα ικανοποίησης σε περίπτωση ρευστοποίησης της εταιρίας, παρά τα περί του αντιθέτου ισχυριζόμενα από τις εναγόμενες.
Λόγω της μειωμένης εξασφάλισης, κατά το χρόνο έκδοσης του αξιολογούνταν από τον οίκο αξιολόγησης Moody’s με Baal, δηλαδή το επίδικο ομόλογο ήταν μεσαίας ποιότητας και ενείχε πολύ σημαντικό πιστωτικό κίνδυνο.
Ο τίτλος αυτός δεν απευθυνόταν στους επενδυτές με το προφίλ των εναγόντων, οι οποίοι είχαν το προφίλ του συντηρητικού επενδυτή, αλλά ούτε και στους στόχους των εναγόντων, καθώς τα χρήματα αυτά που η πρώτη ενάγουσα είχε αποταμιεύσει από την εργασία της και τις οικογενειακές τους προσπάθειες, προορίζονταν για τη μελλοντική εξασφάλιση των δύο άλλων εναγόντων – τέκνων της που ήδη ξεκινούσαν τις σπουδές τους.
Οι διαβεβαιώσεις
Οι ενάγοντες, που για την απόκτηση του εν λόγω ομολόγου δεν είχαν δώσει εντολή, έγγραφη ή προφορική, όταν αντιλήφθηκαν την ύπαρξη του στην ανάλυση του επενδυτικού τους λογαριασμού, ήρθαν σε επικοινωνία με την κα … διαμαρτυρόμενοι για την αλλαγή αυτή στο χαρτοφυλάκιο τους, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας των εναγόντων, ο οποίος μαζί με τη σύζυγο του – πρώτη ενάγουσα, ανέλαβαν να έρθουν σε επαφές με τις εναγόμενες.
Η εν λόγω υπάλληλος του private banking καθησύχαζε τους ενάγοντες, παρά τις αντιρρήσεις τους για το νέο προϊόν που είχαν αποκτήσει και εν συνεχεία προέτρεψε τους ενάγοντες να προχωρήσουν στην υπογραφή νέας σύμβασης. Συγκεκριμένα, οι διάδικοι προέβησαν στη σύναψη της υπ’ αριθ. .6-9-2007 πρόσθετης πράξης συμβάσεως επενδυτικών υπηρεσιών – λήψη και διαβίβαση εντολών.
Μεταξύ άλλων, στην εν λόγω πρόσθετη πράξη οι ενάγοντες ενέκριναν όλες τις πράξεις που έγιναν και αναγνώρισαν ως έγκυρες και ισχυρές και δεσμευτικές τις ενέργειες που έγιναν και επρόκειτο να γίνουν, ενώ στο παράρτημα Γ της εν λόγω πρόσθετης πράξης και συγκεκριμένα από επενδυτικό ερωτηματολόγιο που συνετάγη, και πάλι οι ενάγοντες ως προς τους επενδυτικούς τους στόχους ανήκαν στην κατηγορία της συντηρητικής κατανομής επενδύσεων.
Σε κάθε περίπτωση οι ενάγοντες δεν είχαν ενημερωθεί ότι το κεφάλαιο τους θα κινδύνευε σε περίπτωση πτώχευσης της εταιρίας που εξέδωσε το ομόλογο αυτό. Οι ενάγοντες δεν είχαν δώσει εντολή για την αγορά του ομολόγου αλλά και εκ των υστέρων όταν απευθύνθηκαν στο στέλεχος των εναγομένων, τους διαβεβαίωνε ότι η επένδυση αυτή δεν ενέχει κίνδυνο, ότι το ομόλογο είναι απολύτως εξασφαλισμένο, διαφορετικά δεν θα το είχε η πρώτη εναγομένη στο χαρτοφυλάκιο της και δεν θα το διέθετε σε πελάτες της και ότι η αγορά αυτή έγινε προς το συμφέρον τους. Με αυτές τις διαβεβαιώσεις που έλαβαν όταν οι ενάγοντες απευθύνθηκαν στις εναγόμενες για την αγορά του εν λόγω ομολόγου, οι ενάγοντες προχώρησαν μετά από προτροπές του στελέχους των εναγομένων, και στην υπογραφή της ως άνω από 6-9-2007 πρόσθετης πράξης. Το ίδιο ως άνω στέλεχος απέτρεψε τους ενάγοντες από την ρευστοποίηση του εν λόγω προϊόντος το καλοκαίρι του 2007 με την αιτιολογία ότι είναι μονόδρομος η διατήρηση αυτού καθώς από τη ρευστοποίηση θα έβγαιναν ζημιωμένοι, και ότι δεν ενδείκνυται τέτοια ενέργεια.
Τα ανωτέρω δεν αντικρούονται από τα όσα ενόρκως βεβαιώνει ο …, υποδιευθυντής της Διεύθυνσης private banking της πρώτης εναγομένης, ο οποίος αναφέρει για την εν γένει διαδικασία που προβλέπεται για τη λειτουργία του τομέα αυτού και την αγορά επενδυτικών προϊόντων, χωρίς ωστόσο να είναι παρών στη συνάντηση των εναγόντων με την κα …, ούτε στις τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχε μαζί τους.
Καμία ενημέρωση για τους κινδύνους
Στη συνομιλία αυτή της 28-5-2009 η πρώτη ενάγουσα λαμβάνει ενημέρωση από την …, και όταν η συνομιλία φτάνει στο επίδικο επενδυτικό προϊόν το οποίο είχε πτωτική πορεία, η εκτίμηση της εν λόγω υπαλλήλου είναι ότι τα προϊόντα αυτά τα ανακαλούν και λήγουν στα 5 έτη και έτσι μάλλον το ομόλογο αυτό θα λήξει 26-5-2011 και θα λάβουν οι ενάγοντες ολόκληρο το κεφάλαιο ενώ εν συνεχεία, αφού εξηγεί ότι και άλλοι πελάτες έχουν χάσει αρκετό από το κεφάλαιο και το κρατάνε, καταλήγει ότι δεν μπορούν να κάνουν κάτι άλλο γιατί δεν συμφέρει και να παραμείνει το χαρτοφυλάκιο των εναγόντων ως έχει.
Συνεπώς, λέει η απόφαση του Εφετείου «αβάσιμος είναι ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι οι ενάγοντες αποφάσισαν ακόμα και στο χρονικό εκείνο σημείο να μην ρευστοποιήσουν το επίδικο ομόλογο, καθώς οι αναφορές και οδηγίες του στελέχους τους προς την πρώτη ενάγουσα ήταν να διατηρηθεί το εν λόγω προϊόν, ενώ δεν υπάρχει καμία συμβουλή εκ μέρους των εναγομένων περί πώλησης του επίδικου τίτλου».
Και επισημαίνεται: «Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι ενάγοντες είχαν μεν ενημέρωση και γνώση πλέον ότι το επίδικο προϊόν είχε αρνητική διακύμανση, πλην όμως οι υπάλληλοι των εναγομένων δεν προέτρεπαν και δεν συμβούλευαν τους ενάγοντες να προχωρήσουν σε ρευστοποίηση αλλά να αναμείνουν την ανάκληση του προϊόντος ή τη λήξη του. Δεν αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες έλαβαν πρόταση, συστάσεις και συμβουλές από τις εναγόμενες να ρευστοποιήσουν το προϊόν και να μειώσουν τις επιζήμιες γι’ αυτούς οικονομικές συνέπειες, ούτε αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες επέμεναν στη διατήρηση του επίδικου προϊόντος και συνετέλεσαν με δικό τους σφάλμα στην επέλευση της ζημίας τους».
Η απόφαση του Εφετείου: Πλημμελής εκπλήρωση των υποχρεώσεων ενημέρωσης
Οι ενάγοντες, εάν είχαν επαρκή ενημέρωση για τους κινδύνους και τα χαρακτηριστικά του ομολόγου, δεν θα προέβαιναν σε εντολή αγοράς του εν λόγω ομολόγου, δεδομένου ότι επρόκειτο για συντηρητικούς επενδυτές. Η άνω συμπεριφορά των υπαλλήλων των εναγομένων συνιστά πλημμελή εκπλήρωση των υποχρεώσεων που πηγάζουν από τις συμβάσεις επενδυτικών συμβουλών που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων, και ειδικότερα συνιστά αθέτηση του καθήκοντος διαφώτισης, ορθής παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης των εναγόντων αναφορικά με την ασφάλεια του κεφαλαίου τους.
Περαιτέρω, σημειώνεται πως «λόγω της υπαίτιας πλημμελούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των εναγομένων που πηγάζει από τις συμβάσεις επενδυτικών συμβουλών που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων, οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία ποσού 302.521,03 ευρώ κατ’ ισομοιρίαν, καθώς η αξία του επιδίκου ομολόγου έχει εκμηδενιστεί. Η ζημία αυτή συνδέεται αιτιωδώς με την πλημμελή εκπλήρωση της σύμβασης που συνέδεε τα διάδικα μέρη και την παραβίαση της υποχρέωσης ενημέρωσης και λήψης εντολής από τους ενάγοντες, ενώ δεν διακόπηκε από έκτακτα γεγονότα, καθώς ο κερδοσκοπικός χαρακτήρας του ομολόγου και ο πιστωτικός κίνδυνος που ανέλαβαν οι ενάγοντες αλλά και η αδυναμία της εκδότριας εταιρίας να καταβάλει την αξία του λόγω της κεφαλαιουχικής της ανεπάρκειας, μπορούσε να προβλεφθεί από τους έμπειρους υπαλλήλους των εναγομένων, έστω και μετά την αγορά του ομολόγου».
Τονίζεται δε πως «στην προκειμένη περίπτωση δεν τηρήθηκαν η υποχρέωση πρόνοιας και ενημέρωσης που απορρέει από την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και την ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στην τράπεζα και τους πελάτες της».
Επομένως, καταλήγει το Εφετείο «πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενες, καθεμία εις ολόκληρον, υποχρεούται να καταβάλει στους ενάγοντες το ποσό των 302.521,03 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής. Επιπλέον, οι ενάγοντες δικαιούνται και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων και της στενοχώριας που αυτή τους προκάλεσε, το εύλογο δε ποσό που απαιτείται, λαμβανομένων των συνθηκών τέλεσης της άδικης πράξης, του βαθμού πταίσματος των εναγομένων διά των υπαλλήλων τους, του είδους και της έκτασης της ζημίας, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων και της αρχής της αναλογικότητας, ανέρχεται σε 3.040 ευρώ για κάθε ενάγοντα, αφαιρουμένου του ποσού των 40 ευρώ για έκαστο ενάγοντα προς διεκδίκηση του στα ποινικά Δικαστήρια, όπως αιτούνταν, ήτοι ποσό 3.000 ευρώ σε έκαστο των εναγόντων, νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής».