Χωρίς καμία παγκόσμια προσπάθεια γίνεται η μείωση των εκπομπών καθώς η σωρευτική ζημία για τη χώρα μας υπολογίζεται στα 701 δισ. ευρώ. Μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδας «Έκθεση της Επιτροπής Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής» κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για το κόστος της κλιματικής αλλαγής στην ελληνική οικονομία, εάν δεν υπάρξει δράση για την αντιμετώπισή της.
Το κόστος για την ελληνική οικονομία των μέτρων δραστικής μείωσης των εκπομπών εκτιμήθηκε ότι σωρευτικά φθάνει τα 113 δισ. ευρώ μέχρι το 2050 και συνολικά τα 142 δισ. ευρώ μέχρι το 2100. Το νούμερο αυτό ισοδυναμεί με περισσότερο από το ήμισυ του σημερινού ετήσιου ΑΕΠ.
Όπως επισημαίνουν οι συγγραφείς της μελέτης, αν η μείωση των εκπομπών γίνει σε παγκόσμιο επίπεδο, το κέρδος για την οικονομία θα είναι πολλαπλάσιο, γιατί ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής θα περιορίσει το κόστος των αρνητικών συνεπειών της για την ελληνική οικονομία σχεδόν κατά 60% (σε 294 δισ. ευρώ σωρευτικά έως το 2100, έναντι 701 δισ. ευρώ σε περίπτωση μη δράσης).
Στο πλαίσιο της μελέτης έγινε εκτίμηση των κλιματικών μεταβολών για 13 περιοχές, στις οποίες διαιρέθηκε η Ελλάδα βάσει κλιματικών και γεωγραφικών κριτηρίων, ενώ αναπτύχθηκε βάση δεδομένων και προσομοιώσεων υποδειγμάτων για τα κυριότερα σενάρια εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου. Όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα των κλιματικών προσομοιώσεων, προβλέπεται ότι μέχρι τα τέλη του 21ου αιώνα η θερμοκρασία θα σημειώσει σημαντική άνοδο, ενώ το ύψος του υετού που αναμένεται στο σύνολο της επικράτειας θα μειωθεί. Παράλληλα θα αυξηθούν δραστικά η ένταση των θερμών εισβολών και η διάρκεια των περιόδων ξηρασίας, με συνέπεια, μεταξύ άλλων, τη σημαντική αύξηση του κινδύνου δασικών πυρκαγιών. Οι μεταβολές αυτές προβλέπεται ότι θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στα οικοσυστήματα της περιοχής, αλλά και σε μια σειρά από τομείς και αποτελέσματα της ανθρώπινης δραστηριότητας.
«Διαχρονικά, όπως προκύπτει από τις υπάρχουσες μετρήσεις, κατά τον περασμένο αιώνα οι βροχοπτώσεις μειώθηκαν κατά περίπου 20% στη Δυτική Ελλάδα και 10% στην Ανατολική Ελλάδα» τόνισε στην ομιλία του ο καθηγητής Χρήστος Σ. Ζερεφός, υπογραμμίζοντας: «Με βάση τα υποδείγματα υπολογισμού της ανθρωπογενούς παρέμβασης στο κλίμα υπό τα δύο ακραία σενάρια κλιματικής μεταβολής (Β2 και Α2) που αναλύονται στα συναφή τμήματα της μελέτης, αναμένεται ότι κατά το τέλος του 21ου αιώνα, λόγω της ανθρωπογενούς παρέμβασης, η βροχή θα μειωθεί μεταξύ 5% και περίπου 19%, αντίστοιχα, σε επίπεδο επικράτειας».
Βάσει των κλιματικών προσομοιώσεων, εκτιμήθηκαν οι κίνδυνοι και οι επιπτώσεις της κλιματικής μεταβολής στα υδάτινα αποθέματα, τη μέση στάθμη της θάλασσας, την αλιεία και τις υδατοκαλλιέργειες, τη γεωργία και τα γεωργικά εδάφη, τα δάση και τα δασικά οικοσυστήματα, τη βιοποικιλότητα και τα οικοσυστήματα, τον τουρισμό, το δομημένο περιβάλλον, τις μεταφορές, την υγεία και την εξορυκτική βιομηχανία. Οι επιμέρους μελέτες παρουσιάζουν ποσοτικές εκτιμήσεις του μεγέθους των αναμενόμενων περιβαλλοντικών και οικονομικών επιπτώσεων. Οι εκτιμήσεις αυτές μπορούν να συμβάλουν στο σχεδιασμό πολιτικών προσαρμογής.
«Η μελέτη δεν απέδειξε μόνο την ανάγκη δράσης για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Ανέδειξε επίσης την ανάγκη για συνέχιση της έρευνας» τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γεώργιος Προβόπουλος, υπογραμμίζοντας: «Σ’ αυτό το πλαίσιο, ως Τράπεζα της Ελλάδος, σκοπεύουμε να συνεχίσουμε την προσπάθεια ενημέρωσης και συμβολής στο εν λόγω πεδίο. Η εξαιρετικά χρήσιμη έρευνα που παρουσιάζομε σήμερα θα πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί ότι είναι μόνον η αφετηρία, το πρώτο βήμα δηλαδή μιας προσπάθειας που θα συνεχιστεί και καθ’ οδόν θα εμπλουτίζεται και θα επεκτείνεται. Ο ορίζοντας υπερβαίνει κατά πολύ τις δυσμενείς συνθήκες της σημερινής συγκυρίας και δείχνει την πίστη μας στο μέλλον της οικονομίας, αλλά και στην ανάγκη ουσιαστικής αντιμετώπισης των προβλημάτων».
Να σημειωθεί πως η Επιτροπή από διακεκριμένους επιστήμονες, στην οποία ανατέθηκε η εκπόνηση μελέτης σχετικά με τις περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα, συστάθηκε το Φεβρουάριο του 2009 με πρωτοβουλία του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γεωργίου Α. Προβόπουλου.
Φυσικός πλούτος
Οι επιμέρους μελέτες κατέδειξαν τον πλούτο των φυσικών πόρων που διαθέτει η χώρα μας, αλλά και τους κινδύνους που απειλούν το φυσικό και το ανθρώπινο περιβάλλον της.
Πρόκειται για μια χώρα με εξαιρετικά μεγάλο μήκος ακτογραμμής, περίπου 16.300 χλμ. (όσο περίπου το 1/3 της περιφέρειας του πλανήτη), εκ των οποίων περίπου τα 1.000 χλμ. αποτελούν περιοχές υψηλής ευπάθειας στην κλιματική αλλαγή. Η ευπάθεια έγκειται στον κίνδυνο ανόδου της μέσης στάθμης της θάλασσας στη χώρα μας, η οποία εκτιμάται ότι θα κυμανθεί μέχρι το 2100 μεταξύ 0,2 και 2 μέτρων. Σύμφωνα με όσα υπογραμμίζει ο καθηγητής Χρήστος Σ. Ζερεφός: «Η ευπάθεια των ακτών δεν καθορίζεται μόνον από τον κίνδυνο ανόδου της μέσης στάθμης της θάλασσας και τις ακραίες κυματικές καταστάσεις, αλλά και από άλλους τοπικούς παράγοντες, τεκτονικούς, γεωμορφολογικούς κ.λπ. Από το σύνολο της ακτογραμμής της Ελλάδος, περίπου το 20% αποτελεί ακτές με μέτρια έως υψηλή ευπάθεια στις αναμενόμενες, βάσει των εκτιμήσεων, εξελίξεις. Οι συνέπειες τόσο των μακροχρόνιων μεταβολών της στάθμης της θάλασσας όσο και των παροδικών ακραίων καταστάσεων αφορούν πολλούς κλάδους της οικονομίας, μεταξύ των οποίων τον τουρισμό, τις χρήσεις γης και τις μεταφορές. Το συνολικό κόστος εξαιτίας των ανθρωπογενών μεταβολών της στάθμης της θάλασσας ανέρχεται σε πολλές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ κατ’ έτος, όπως αναλύεται διεξοδικά στα επιμέρους κεφάλαια».
Το περιβάλλον της Ελλάδος διαθέτει μεγάλη βιοποικιλότητα και διαφορετικά κλιματικά χαρακτηριστικά. Ο συνδυασμός της πολυσχιδούς τοπογραφίας με τις τροχιές των διερχόμενων καιρικών συστημάτων διαχωρίζει τον κορμό της Ελλάδος στη δυτική ομβροπλευρά και στην ανατολική ομβροσκιά. Η χώρα διαθέτει όμβρια ύδατα αρκετά για όλες τις ανάγκες της, αλλά δυστυχώς δε γίνεται σωστή διαχείριση αυτών των υδάτων. Ο συνολικός όγκος του ύδατος που δέχεται η χώρα κατ’ έτος ανέρχεται κατά μέσον όρο σε 115 δισ. κυβικά μέτρα, όγκος ο οποίος δεν υστερεί από εκείνον σε πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης. Ωστόσο, σε περιοχές της Ελλάδος υπάρχει υδατικό έλλειμμα, ιδίως στην ομβροσκιά της χώρας, όπου η μείωση της διαθεσιμότητας υδάτων γίνεται εντονότερη, όχι μόνο λόγω της ακατάλληλης διαχείρισης των υδάτινων πόρων αλλά και εξαιτίας ακραίων κλιματικών καταστάσεων, όπως εκείνη του 1989-90, κατά την οποία οι βροχές μειώθηκαν κατά περίπου 40%.
Μείωση των βροχοπτώσεων
Διαχρονικά, όπως προκύπτει από τις υπάρχουσες μετρήσεις, κατά τον περασμένο αιώνα οι βροχοπτώσεις μειώθηκαν κατά περίπου 20% στη Δυτική Ελλάδα και 10% στην Ανατολική Ελλάδα. Με βάση τα υποδείγματα υπολογισμού της ανθρωπογενούς παρέμβασης στο κλίμα υπό τα δύο ακραία σενάρια κλιματικής μεταβολής (Β2 και Α2) που αναλύονται στα συναφή τμήματα της μελέτης, αναμένεται ότι κατά το τέλος του 21ου αιώνα, λόγω της ανθρωπογενούς παρέμβασης, η βροχή θα μειωθεί μεταξύ 5% και περίπου 19%, αντίστοιχα, σε επίπεδο επικράτειας. Επίσης, προκύπτει ότι κατά το τέλος του 21ου αιώνα η θερμοκρασία του αέρα θα αυξηθεί μεταξύ περίπου 3,0°C και 4,5°C, αντίστοιχα. Γενικά, οι προσομοιώσεις προβλέπουν σημαντικές μεταβολές πολλών κλιματικών παραμέτρων, όπως η υγρασία, η νεφοκάλυψη κ.ά. Ενδιαφέρον, όσον αφορά τη χρήση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), παρουσιάζουν η αναμενόμενη αύξηση της μέσης προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας (μεταξύ 2,3 W/τετρ. μ. και 4,5 W/τετρ. μ.) στο σύνολο της επικράτειας, καθώς και η αύξηση της έντασης των ετησίων ανέμων κατά 10% προς το τέλος του 21ου αιώνα.
Ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας
Μια σημαντική επίπτωση της ανόδου της θερμοκρασίας είναι η αυξανόμενη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας για ψύξη το καλοκαίρι. Ειδικότερα, στα πεδινά ηπειρωτικά της Ελλάδος θα υπάρχει αυξημένη ανάγκη ψύξης έως και 40 επιπλέον ημέρες το χρόνο, ενώ στις νησιωτικές και ορεινές περιοχές οι αυξήσεις θα είναι μικρότερες. Μια θετική πτυχή της αλλαγής του κλίματος αποτελεί η μείωση των ενεργειακών απαιτήσεων για θέρμανση που προβλέπεται για τη χειμερινή περίοδο.
Μεταβολές αναμένονται επίσης ως προς τις ακραίες τιμές της βροχόπτωσης. Στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα και τη ΒΔ Μακεδονία η μέγιστη ποσότητα του νερού που κατακρημνίζεται σε διάστημα έως 3 ημέρες αναμένεται να αυξηθεί σε ποσοστό έως 30%, ενώ στη Δυτική Ελλάδα αναμένεται να μειωθεί σε ποσοστό έως 20%. Σε αντιδιαστολή με τις πλημμυρικές περιόδους, οι μεγαλύτερες αυξήσεις της διάρκειας των ξηρών περιόδων θα σημειωθούν στην ανατολική ηπειρωτική χώρα και στη Βόρεια Κρήτη, όπου αναμένονται 20 επιπλέον ημέρες ξηρασίας μέχρι το 2021-2050 και μέχρι 40 επιπλέον ημέρες το 2071-2100. Αναμένεται ότι η μεταβολή των κλιματικών συνθηκών θα αυξήσει σημαντικά τον αριθμό των ημερών με εξαιρετικά αυξημένο κίνδυνο πυρκαγιάς, κατά 40 ημέρες το 2071-2100 σε όλη την Ανατολική Ελλάδα από τη Θράκη ως την Πελοπόννησο, ενώ μικρότερες αυξήσεις αναμένονται στη Δυτική Ελλάδα.
Βιοποικιλότητα
Γενικότερα, οι επιπτώσεις για όλους τους τομείς της εθνικής οικονομίας που εξετάστηκαν είναι αρνητικές και, σε πολλές περιπτώσεις, εξαιρετικά αρνητικές. Οι επιπτώσεις π.χ. στα δάση ελάτης, οξιάς και πεύκης είναι σημαντικές, ενώ και η διόγκωση του κόστους λόγω της αύξησης του αριθμού και της έκτασης των δασικών πυρκαγιών είναι ουσιώδης. Επιπλέον, αναμένεται μείωση της αφθονίας των ειδών και της βιοποικιλότητας γενικότερα. Εκτιμάται επίσης ότι η κλιματική αλλαγή, με βάση την επίδρασή της στην εξέλιξη του δείκτη «τουριστικής ευφορίας» ως το τέλος του αιώνα, θα έχει σημαντικές επιπτώσεις για τον ελληνικό τουρισμό, οι οποίες εντοπίζονται κυρίως στη χρονική και περιφερειακή ανακατανομή των αφίξεων τουριστών στη χώρα μας, επομένως και των τουριστικών εισπράξεων. Τα έσοδα από τον τομέα του τουρισμού αποτελούν σημαντικό οικονομικό πόρο της χώρας, γι’ αυτό και στην παρούσα έκθεση παρατίθενται προτάσεις για την ανάγκη μακροχρόνιου στρατηγικού σχεδιασμού με στόχο την αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος της χώρας, στο πλαίσιο μιας εξελισσόμενης ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής. Οι συνέπειες της κλιματικής μεταβολής στο δομημένο περιβάλλον, στις μεταφορές, στην υγεία, στην εξορυκτική βιομηχανία και σε άλλους κλάδους είναι σημαντικές και αναλύονται στην παρούσα έκδοση. Από τις μελέτες που ακολουθούν προκύπτει ότι είναι απαραίτητο να σχεδιαστεί συγκεκριμένη πολιτική προσαρμογής για όλους τους τομείς.
Τα τρία σενάρια…
Όσον αφορά στις εκτιμήσεις των οικονομικών επιπτώσεων, εκπονήθηκαν εξειδικευμένες μελέτες για τρία σενάρια: Το δυσμενέστερο σενάριο από πλευράς έντασης της ανθρωπογενούς κλιματικής μεταβολής αντιστοιχεί σε ανυπαρξία κάθε δράσης για μείωση των ανθρωπογενών εκπομπών των αερίων που το προκαλούν και χαρακτηρίστηκε στην έκθεση ως Σενάριο Μη Δράσης. Στην περίπτωση του σεναρίου αυτού υπολογίζεται ότι το ΑΕΠ της Ελλάδος θα μειωθεί, σε ετήσια βάση, κατά 2% το 2050 και κατά 6% το 2100. Το συνολικό σωρευτικό κόστος του Σεναρίου Μη Δράσης για την ελληνική οικονομία, για το χρονικό διάστημα έως το 2100, εκφρασμένο ως μείωση του ΑΕΠ του έτους βάσης, ανέρχεται στα 701 δισ. ευρώ (σε σταθερές τιμές του 2008). Το επόμενο σενάριο στην παρούσα έκθεση καθορίστηκε ως Σενάριο Μετριασμού, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα μειώνει συνεχώς και δραστικά τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, στο πλαίσιο αντίστοιχης παγκόσμιας προσπάθειας, με αποτέλεσμα η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας να περιοριστεί στους 2°C. Το συνολικό σωρευτικό κόστος του Σεναρίου Μετριασμού, για το χρονικό διάστημα έως το 2100, εκφρασμένο ως απώλεια ΑΕΠ, προκύπτει ίσο με 436 δισ. ευρώ (σταθερές τιμές του 2008). Δηλαδή, το συνολικό κόστος στην περίπτωση του Σεναρίου Μετριασμού είναι κατά 265 δισ. ευρώ μικρότερο από αυτό του Σεναρίου Μη Δράσης και επομένως η πολιτική μετριασμού μειώνει κατά 40% το κόστος της μη δράσης. Προκειμένου να μετριαστούν οι ζημίες εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, είναι αναγκαίο να ασκηθεί και πολιτική προσαρμογής, η οποία προβλέπεται από το Σενάριο Προσαρμογής.
Σ’ αυτή την περίπτωση, το ΑΕΠ της Ελλάδος θα παρουσιάσει μείωση κατά 2,3% και 3,7% τα έτη 2050 και 2100, αντίστοιχα, και το κόστος προσαρμογής εκτιμάται ίσο με 67 δισ. ευρώ. Ωστόσο, όπως αναλύεται στα οικεία τμήματα της έκθεσης, τα μέτρα προσαρμογής δεν εξαλείφουν το σύνολο των ζημιών λόγω της κλιματικής αλλαγής, απλώς τις περιορίζουν. Το συνολικό κόστος για την ελληνική οικονομία από τις εναπομένουσες ζημίες λόγω της κλιματικής αλλαγής εκτιμήθηκε ίσο με 510 δισ. ευρώ (σταθερές τιμές του 2008), σωρευτικά μέχρι το 2100. Το συνολικό κόστος για την ελληνική οικονομία βάσει του Σεναρίου Προσαρμογής είναι το άθροισμα του κόστους που συνεπάγονται για την οικονομία τα μέτρα προσαρμογής και του κόστους που οφείλεται στις (περιορισμένες) ζημίες εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Έτσι, το συνολικό κόστος του Σεναρίου Προσαρμογής εκτιμήθηκε ίσο με 577 δισ. ευρώ (σταθερές τιμές του 2008), σωρευτικά μέχρι το 2100.
Ανθρωπογενής παρέμβαση
Θα πρέπει να τονιστεί ότι οι οικονομικές εκτιμήσεις που έχουν γίνει στα επιμέρους στάδια της μελέτης αποτελούν το κατώτατο όριο του αναμενόμενου κόστους για την εθνική οικονομία εξαιτίας της ανθρωπογενούς παρέμβασης στο περιβάλλον. Επομένως, οι εν λόγω εκτιμήσεις πρέπει να θεωρηθούν απλώς ενδεικτικές. Ένας από τους σημαντικούς παράγοντες που επηρεάζουν το στρατηγικό σχεδιασμό και την πολιτική προσαρμογής της χώρας είναι το πρόβλημα της φτώχειας και, γενικότερα, τα κοινωνικά προβλήματα τα οποία οξύνει η ανθρωπογενής κλιματική μεταβολή. Είναι προφανές ότι, για την κατανόηση και αντιμετώπιση μιας πλειάδας ζητημάτων όπως αυτά, απαιτείται βελτίωση των υπολογισμών, συσσώρευση περισσότερων δεδομένων, αλλά και χάραξη μιας εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, η οποία, έχοντας γνώμονα τα ενδεικτικά συμπεράσματα της παρούσας έκθεσης, θα θωρακίσει τη χώρα έναντι όσων πρόκειται να συμβούν.
100.000 νέες θέσεις εργασίας και επενδύσεις 16,4 δισ. στις ΑΠΕ
Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και οι επενδύσεις στις ΑΠΕ αποτελούν απάντηση στην ύφεση και την ανεργία, όπως τόνισε ο πρωθυπουργός, μιλώντας στην ημερίδα της Τράπεζας της Ελλάδος, με θέμα τις περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα.
Συγκεκριμένα, θα δημιουργηθούν περί τις 100.000 θέσεις εργασίας από τις επενδύσεις στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας στην Ελλάδα στη δεκαετία 2010-2020, όπως τόνισε ο Γιώργος Παπανδρέου. Επίσης, ανέφερε ότι το ύψος των επενδύσεων εκτιμάται ότι θα φτάσει την επόμενη δεκαετία στα 16,4 δισ. ευρώ και κονδύλια ύψους 4 έως 5 δισ. ευρώ θα προστεθούν για την ενεργειακή σύνδεση των νησιών με την ηπειρωτική Ελλάδα. Ήδη 22 εταιρείες, διεθνείς και ελληνικές, έχουν εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους για το τεράστιο πάρκο φωτοβολταϊκών στην Κοζάνη, ισχύος 200 MW, πρόσθεσε ο ίδιος. Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, συνέχισε, απαιτεί μεγαλύτερη αυτονομία των τοπικών οικονομιών και αποτελεί απάντηση στην ύφεση και την ανεργία, ενώ, σε ό,τι αφορά τη χώρα μας δίνει τη δυνατότητα αξιοποίησης των τεράστιων συγκριτικών της πλεονεκτημάτων.
Όπως τόνισε ο πρωθυπουργός: «Είναι πλέον σαφές ότι, για να αποφευχθούν καταστροφικές συνέπειες, όχι μόνο για τη χλωρίδα και την πανίδα, αλλά για το ανθρώπινο είδος, οι αναπτυγμένες χώρες πρέπει μέχρι το 2050 να περιορίσουν τα επίπεδα εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 80%-95%, κάτω από τα επίπεδα του 1990. Τίθεται, πρώτα απ’ όλα, ένα πολιτικό ζήτημα, το οποίο ζω εδώ και χρόνια, αλλά ιδιαίτερα το τελευταίο 18μηνο που είμαι πρωθυπουργός, και αφορά όλους μας και, κυρίως, τη νέα γενιά. Η νέα γενιά του πλανήτη μας ζει ένα παράδοξο. Είναι η νέα γενιά που έχει τις μεγαλύτερες ικανότητες, γνώσεις και εργαλεία, που είχε ποτέ η ανθρωπότητα.
Ενώ όμως υπάρχουν τεχνογνωσία, τεχνολογία, διαδίκτυο και πόροι, η νέα γενιά βλέπει ότι οι εξουσίες και οι πόροι συγκεντρώνονται όλο και περισσότερο σε μια μικρή διεθνή ελίτ. Και η ανισότητα αυτή, αντί να δημιουργεί την ώθηση για τη σωστή αξιοποίηση αυτών των πόρων και των δυνατοτήτων, έχει φέρει κρίσεις, αντί να λύνει προβλήματα -από την πυρηνική καταστροφή στη Φουκοσίμα, μέχρι το κραχ στη Wall Street, ή την κρίση στην Ευρωζώνη και, βέβαια, την κλιματική αλλαγή. Δηλαδή η νέα γενιά της εποχής μας και οι επόμενες γενιές ίσως να αντιμετωπίσουν τα μεγαλύτερα προβλήματα που έχει αντιμετωπίσει ποτέ η ανθρωπότητα».