Για ένατη συνεχόμενη χρονιά, η Διεύθυνση Οικονομικών Ερευνών και Κλαδικών Μελετών της ICAP πραγματοποίησε δειγματοληπτική έρευνα για την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη (ΕΚΕ) στο πλαίσιο της ετήσιας εκδοτικής πρωτοβουλίας της ΙCAP “Leading Employers in Greece” (δείτε το e-book για το 2020) που εστιάζει στην ζωτικής σημασίας για τις επιχειρήσεις, αξία των ευρύτερων πρακτικών Διοίκησης και Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού αλλά και των προγραμμάτων Κοινωνικής Δράσης και Προσφοράς.
Ο Νικήτας Κωνσταντέλλος, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ομίλου εταιρειών ICAP δήλωσε: «Οι απρόσμενες συνθήκες που διαμόρφωσε η πανδημία του COVID-19 ώθησαν τις επιχειρήσεις στην προσαρμογή της λειτουργίας τους στα νέα δεδομένα, αναλαμβάνοντας το δικό τους μερίδιο ευθύνης για τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού, ενώ παράλληλα ενδυνάμωσαν την προσφορά τους με πλήθος καλών πρακτικών Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης (ΕΚΕ). Οι επιχειρήσεις, εκτός από την στήριξη των δικών τους ανθρώπων κινητοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό προσφέροντας σημαντικές υλικές και χρηματικές δωρεές τόσο στο Εθνικό Σύστημα Υγείας όσο σε άλλες δράσεις που προωθούν την ευημερία και προστασία των πολιτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 85% των επιχειρήσεων του δείγματος μας, θεωρεί ότι οι δράσεις ΕΚΕ συντελούν θετικά σε «πολύ» ή «πάρα πολύ» μεγάλο βαθμό στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης του COVID-19.
Η συνεισφορά στο κοινωνικό σύνολο θεωρείται ως το κυριότερο όφελος από τις πρακτικές της ΕΚΕ από τη μεγάλη πλειοψηφία του δείγματος (9 στις 10 επιχειρήσεις). Ωστόσο, οι εταιρείες θεωρούν ότι υπάρχουν ακόμα περιθώρια ανάπτυξης της ΕΚΕ, αφού το 53% αυτών θεωρεί ότι ο βαθμός διείσδυσης / εφαρμογής των πρακτικών της εξακολουθεί να κυμαίνεται σε μέτρια επίπεδα.
Τα μεγαλύτερα κονδύλια για το 2020 δαπανήθηκαν σχεδόν ισόποσα για τις δράσεις που σχετίζονται με το Ανθρώπινο δυναμικό και την Κοινωνία, καταλαμβάνοντας μερίδιο 35% και 34% αντίστοιχα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πλειοψηφία των επιχειρήσεων του δείγματος (44%) δήλωσε ότι οι δαπάνες ΕΚΕ για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του COVID-19 καταλαμβάνουν ποσοστό μεταξύ 5% με 25% των συνολικών δράσεων ΕΚΕ το 2020, ενώ 1 στις 4 επιχειρήσεις δήλωσε ποσοστό μεταξύ 25% με 60%.
Οι κυριότεροι ανασταλτικοί παράγοντες υλοποίησης πολιτικών ΕΚΕ από τις ελληνικές επιχειρήσεις θεωρούνται η έλλειψη κινήτρων (οικονομικών, φορολογικών), η ελλιπής γνώση και κατάρτιση της διοίκησης των εταιρειών σε θέματα ΕΚΕ και το οικονομικό κόστος.
Είναι γεγονός ότι οι δράσεις ΕΚΕ μπορούν να αποτελέσουν ένα αποτελεσματικό εργαλείο διαχείρισης της κρίσης και να επιφέρουν ευνοϊκά αποτελέσματα για την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, αλλά και πολλαπλά οφέλη για το κοινωνικό σύνολο. Προς αυτήν την κατεύθυνση η ενημέρωση της κοινωνίας και των καταναλωτών, η εκπαίδευση των στελεχών των επιχειρήσεων και η παροχή κινήτρων από την πλευρά της πολιτείας είναι ενέργειες που μπορούν να ενθαρρύνουν περισσότερες επιχειρήσεις στην υιοθέτηση πρακτικών ΕΚΕ».
Ο Νικήτας Κωνσταντέλλος, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ομίλου εταιρειών ICAP δήλωσε: «Οι απρόσμενες συνθήκες που διαμόρφωσε η πανδημία του COVID-19 ώθησαν τις επιχειρήσεις στην προσαρμογή της λειτουργίας τους στα νέα δεδομένα, αναλαμβάνοντας το δικό τους μερίδιο ευθύνης για τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού, ενώ παράλληλα ενδυνάμωσαν την προσφορά τους με πλήθος καλών πρακτικών Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης (ΕΚΕ). Οι επιχειρήσεις, εκτός από την στήριξη των δικών τους ανθρώπων κινητοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό προσφέροντας σημαντικές υλικές και χρηματικές δωρεές τόσο στο Εθνικό Σύστημα Υγείας όσο σε άλλες δράσεις που προωθούν την ευημερία και προστασία των πολιτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 85% των επιχειρήσεων του δείγματος μας, θεωρεί ότι οι δράσεις ΕΚΕ συντελούν θετικά σε «πολύ» ή «πάρα πολύ» μεγάλο βαθμό στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης του COVID-19.
Η συνεισφορά στο κοινωνικό σύνολο θεωρείται ως το κυριότερο όφελος από τις πρακτικές της ΕΚΕ από τη μεγάλη πλειοψηφία του δείγματος (9 στις 10 επιχειρήσεις). Ωστόσο, οι εταιρείες θεωρούν ότι υπάρχουν ακόμα περιθώρια ανάπτυξης της ΕΚΕ, αφού το 53% αυτών θεωρεί ότι ο βαθμός διείσδυσης / εφαρμογής των πρακτικών της εξακολουθεί να κυμαίνεται σε μέτρια επίπεδα.
Τα μεγαλύτερα κονδύλια για το 2020 δαπανήθηκαν σχεδόν ισόποσα για τις δράσεις που σχετίζονται με το Ανθρώπινο δυναμικό και την Κοινωνία, καταλαμβάνοντας μερίδιο 35% και 34% αντίστοιχα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πλειοψηφία των επιχειρήσεων του δείγματος (44%) δήλωσε ότι οι δαπάνες ΕΚΕ για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του COVID-19 καταλαμβάνουν ποσοστό μεταξύ 5% με 25% των συνολικών δράσεων ΕΚΕ το 2020, ενώ 1 στις 4 επιχειρήσεις δήλωσε ποσοστό μεταξύ 25% με 60%.
Οι κυριότεροι ανασταλτικοί παράγοντες υλοποίησης πολιτικών ΕΚΕ από τις ελληνικές επιχειρήσεις θεωρούνται η έλλειψη κινήτρων (οικονομικών, φορολογικών), η ελλιπής γνώση και κατάρτιση της διοίκησης των εταιρειών σε θέματα ΕΚΕ και το οικονομικό κόστος.
Είναι γεγονός ότι οι δράσεις ΕΚΕ μπορούν να αποτελέσουν ένα αποτελεσματικό εργαλείο διαχείρισης της κρίσης και να επιφέρουν ευνοϊκά αποτελέσματα για την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, αλλά και πολλαπλά οφέλη για το κοινωνικό σύνολο. Προς αυτήν την κατεύθυνση η ενημέρωση της κοινωνίας και των καταναλωτών, η εκπαίδευση των στελεχών των επιχειρήσεων και η παροχή κινήτρων από την πλευρά της πολιτείας είναι ενέργειες που μπορούν να ενθαρρύνουν περισσότερες επιχειρήσεις στην υιοθέτηση πρακτικών ΕΚΕ».