Την Τετάρτη 17/3, η διαΝΕΟσις και το Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας, Καινοτομίας και Τεχνολογίας (ΕΣΕΤΕΚ) διοργάνωσαν μια δημόσια διαδικτυακή συζήτηση για την έρευνα και την καινοτομία στην Ελλάδα με σκοπό τη χαρτογράφηση του ελληνικού συστήματος καινοτομίας.
Ποια είναι τα προβλήματα και πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν ώστε η χώρα μας να γίνει διεθνώς ανταγωνιστική;
Πολλές απαντήσεις δόθηκαν στη σχεδόν δίωρη συνάντηση, την οποία μπορείτε να παρακολουθήσετε εδώ.
Εκ μέρους των διοργανωτών φορέων τοποθετήθηκαν ο Διονύσης Νικολάου, Γενικός Διευθυντής διαΝΕΟσις και ο Σπύρος Αρταβάνης Τσάκωνας, Πρόεδρος ΕΣΕΤΕΚ - Ομότιμος Καθηγητής Κυτταρικής Βιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Harvard.
Στη συζήτηση υπό τον συντονισμό του Διευθυντή Περιεχομένου της διαΝΕΟσις Θοδωρή Γεωργακόπουλου, συμμετείχαν οι: Χρίστος Δήμας, Υφυπουργός Έρευνας και Τεχνολογίας, Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Άγγελος Τσακανίκας, Αν. Καθηγητής Οικονομικής Αξιολόγησης Συστημάτων Τεχνολογίας, Καινοτομίας και Επιχειρηματικότητας ΕΜΠ και επιστημονικός υπεύθυνος της μελέτης της διαΝΕΟσις για την έρευνα και την καινοτομία στην Ελλάδα, Αρίστος Δοξιάδης, Αντιπρόεδρος ΕΣΕΤΕΚ, μέλος του Advisory Board διαΝΕΟσις & Partner - Big Pi Ventures, Γεώργιος Νούνεσης, Διευθυντής και Πρόεδρος ΔΣ, ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος», Μυρτώ Παπαθάνου, Partner, Metavallon VC και Ζήνα Μαυροειδή, Managing Director, e-fresh.gr.
Ο κ. Αρταβάνης σημείωσε ότι «πρέπει να κάνουμε πολλά για να βοηθήσουμε τους ερευνητές μας και να χτίσουμε ένα σωστό πλαίσιο που θα μας βοηθήσει τελικά να είμαστε διεθνώς συναγωνίσιμοι. Δεν υπάρχει ελληνική επιστήμη και έρευνα, υπάρχει μόνο καλή έρευνα και όχι τόσο καλή έρευνα». Όπως εξήγησε ο κ. Αρταβάνης, το ΕΣΕΤΕΚ εφαρμόζει μία ρεαλιστική στρατηγική έρευνας και καινοτομίας με προτεραιότητες την εμπεριστατωμένη, διαφανή και υψίστης ερευνητικής στάθμης αξιολόγηση, την απλοποίηση της βαριάς γραφειοκρατίας για την έρευνα ποιότητας και τη μόνιμη επίλυση του προβλήματος της χρηματοδότησης και του κατακερματισμού των κεφαλαίων για την έρευνα. Στην προσπάθεια αυτή, επισήμανε, είναι αδιαμφισβήτητη η υποστήριξη που το ΕΣΕΤΕΚ λαμβάνει από το αρμόδιο Υπουργείο και από την αρμόδια Γενική Γραμματεία.
Τον λόγο στη συνέχεια έλαβε ο Υφυπουργός Χρίστος Δήμας, ο οποίος έκανε μια συνοπτική παρουσίαση του έργου της κυβέρνησης στον τομέα της έρευνας και της καινοτομίας στη χώρα μας, αλλά και τα επόμενα βήματα. Ο κ. Δήμας ανέφερε πως έχουν τεθεί τρεις βασικές προτεραιότητες και αυτές είναι α) η αποτελεσματική σύνδεση της έρευνας με την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα, β) η αύξηση των δαπανών έρευνας και ανάπτυξης στη χώρα και γ) η αποτελεσματικότερη σύνδεση του κατακερματισμένου οικοσυστήματος καινοτομίας.
Επίσης, επισήμανε πως παρεμβάσεις από το υπουργείο γίνονται σε τρία επίπεδα, αυτά των ερευνητικών κέντρων και των πανεπιστημίων σε συνεργασία με το υπουργείο παιδείας, των επιχειρήσεων που επενδύουν σε έρευνα και ανάπτυξη, και του οικοσυστήματος καινοτομίας. Μέτρα όπως η εξαίρεση των ερευνητών από το ενιαίο μισθολόγιο, η μείωση της γραφειοκρατίας, η επιτάχυνση των διαδικασιών, η υπογραφή συμφωνιών με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, η σύνδεση έξι ερευνητικών κέντρων και τεσσάρων πανεπιστημίων της χώρας για την έρευνα για την καταπολέμηση της πανδημίας, η βελτίωση των φορολογικών κινήτρων για την αύξηση δαπανών από τις επιχειρήσεις που επενδύουν στην έρευνα και την ανάπτυξη είναι, όπως ανάφερε, ορισμένες μόνο από τις παρεμβάσεις. Μπορείτε να βρείτε το αρχείο της παρουσίασής του εδώ.
Ο Άγγελος Τσακανίκας, ως ένας εκ των δύο επιστημονικών υπεύθυνων της μελέτης της διαΝΕΟσις (μαζί με τον Ομότιμο Καθηγητή ΕΜΠ Γιάννη Καλογήρου), ανέφερε πως η μελέτη αποτελεί μία νηφάλια προσέγγιση που επιχειρεί την πληρέστερη δυνατή χαρτογράφηση του περιβάλλοντος και των προβλημάτων του πεδίου της έρευνας και της καινοτομίας στην Ελλάδα. «Η έρευνα και η καινοτομία αποτελούν ένα σύστημα που διαπερνά όλες τις πολιτικές και τους κλάδους» ανέφερε χαρακτηριστικά. Η έρευνα και η καινοτομία, πρόσθεσε, είναι στον πυρήνα της αναπτυξιακής κουβέντας για τη χώρα. Και όπως υπογράμμισε «Στόχος μας δεν είναι να γίνουμε μια χώρα χαμηλού κόστους, στόχος μας είναι να αναβαθμίσουμε τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που παράγουμε». Η μελέτη περιλαμβάνει σειρά προτάσεων στην κατεύθυνση αυτή και μπορείτε να τη διαβάσετε ολόκληρη .
Ο Αρίστος Δοξιάδης στη συνέχεια ανέφερε πως το οικοσύστημα της καινοτομίας στην Ελλάδα υστερεί σε όλα τα σημεία. Επισήμανε πως σε κανένα σημείο η Ελλάδα δεν βρίσκεται στο επίπεδο που βρίσκονται οι ανεπτυγμένες χώρες, υπάρχουν ωστόσο ορισμένα στα οποία, όπως είπε, είμαστε σε σχετικά καλό επίπεδο. «Στις νεοφυείς επιχειρήσεις πάμε σχετικά καλά» ανέφερε. Οι λόγοι που επισήμανε για την αύξηση του αριθμού νεοφυών επιχειρήσεων είναι η επιχειρηματική νοοτροπία η οποία υπάρχει στην Ελλάδα και τα υφιστάμενα χρηματοδοτικά εργαλεία. Σύμφωνα με τον κ. Δοξιάδη, σε επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού είμαστε επίσης σε σχετικά καλό επίπεδο. Δεν διαθέτουμε έμπειρα στελέχη με πολυετή εμπειρία, πρόσθεσε, αλλά διαθέτουμε ανθρώπους με ταλέντο και καλές σπουδές. Επίσης, ανάφερε πως το ανθρώπινο δυναμικό της διασποράς είναι πολύ σημαντικός πόρος, καθώς και ότι οι επιδόσεις μας είναι αρκετά καλές στο πεδίο της εφαρμοσμένης έρευνας. Αναφερόμενος στα πολύ αδύναμα σημεία του οικοσυστήματος σημείωσε α) την αδυναμία μεταφοράς τεχνολογίας (από την έρευνα στις επιχειρήσεις), την έλλειψη βασικής έρευνα σε επίπεδο πραγματικής πρωτοπορίας και γ) τη μη απορρόφηση της καινοτομίας από τους οργανισμούς που θα μπορούσαν να το κάνουν (Δημόσιο και επιχειρηματικός τομέας).
Ο Γιώργος Νούνεσης κατά την τοποθέτησή του επικεντρώθηκε στη βασική έρευνα, στην οποία η χώρα μας σημειώνει πολύ καλές επιδόσεις αλλά, παραδέχτηκε, θα μπορούσε σίγουρα να τα πάει πολύ καλύτερα. Κατά τον κ. Νούνεση θα πρέπει να ανανεωθεί το ερευνητικό δυναμικό της χώρας, καθώς η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών έχει επιφέρει μια συστημική γήρανση. Το ερευνητικό οικοσύστημα της Ελλάδας, ανάφερε, χαρακτηρίζεται από ώριμες και πολύ ώριμες ηλικίες και τούτο είναι κάτι που πρέπει να πάψει, ενώ επίσης τόνισε πως επιβάλλεται η τακτική δημιουργία νέων θέσεων, καθώς και το ότι πρέπει να επιλυθεί το πρόβλημα της χρηματοδότησης, η οποία «πρέπει να είναι συστηματική».
Το θέμα των λειτουργικών υποδομών και η πρόσβαση σε αυτές είναι επίσης κάτι που χαρακτήρισε πολύ κρίσιμο ζήτημα, καθώς και η διασύνδεση με τις ευρωπαϊκές υποδομές. Αναφορικά με τις ιδιωτικές επενδύσεις στην έρευνα και την καινοτομία, σημείωσε πως είναι ένα μεγάλο στοίχημα γιατί οι προσδοκίες για θετικές επιπτώσεις στην κοινωνία και την οικονομία είναι τεράστιες. Επισήμανε, δε, τα προγράμματα βιομηχανικών διδακτορικών και τα βιομηχανικά πάρκα ως παραδείγματα που συμβάλλουν σημαντικά στη σύνδεση του ερευνητικού και του επιχειρηματικό κόσμου και δημιουργούν ένα περιβάλλον εμπιστοσύνης και περαιτέρω ανάπτυξης.
Στη συνέχεια η Μυρτώ Παπαθάνου σημείωσε πως ο αριθμός προτάσεων από ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια που υποβάλλονται προς χρηματοδότηση είναι ακόμα χαμηλός. Από τις συνολικά 2.500 προτάσεις που υποβλήθηκαν στην Metavallon VC, ανάφερε, μόνο οι 118 προέρχονται από ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια.
Το πρόβλημα, όπως το περιέγραψε, οφείλεται α) στην αδυναμία μετασχηματισμού της τεχνολογίας σε εμπορεύσιμο προϊόν, πράγμα που θα μπορούσε να επιλυθεί με την εισαγωγή της συγκεκριμένης γνώσης στο κομμάτι της εκπαίδευσης, β) η αδυναμία αναγνώρισης της εμπορικής αξίας για τον πελάτη, πράγμα που θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με την εισαγωγή της έννοιας της επιχειρηματικότητας στη μαθησιακή διαδικασία, ακόμα και στις τεχνικές σχολές και γ) στο ότι κάθε ερευνητική ομάδα θα πρέπει να επικεντρώνεται ολοκληρωτικά σε ένα πρότζεκτ που υποβάλλεται προς χρηματοδότηση και να είναι πλήρως στελεχωμένη ώστε η ιδέα της να λειτουργήσει και σε επιχειρηματικό επίπεδο. Όπως ανέφερε, στην Ελλάδα οι περισσότεροι ερευνητές συμμετέχουν σε περισσότερα του ενός πρότζεκτ αναζητώντας χρηματοδότηση, με αποτέλεσμα να μην είναι αφοσιωμένοι στην επιτυχία ενός συγκεκριμένου και «αυτό είναι ένα μοντέλο που στα Venture Capitals δεν λειτουργεί».
Τέλος, η Ζήνα Μαυροειδή περιέγραψε πώς θα μπορούσε μια επιχείρηση να ενσωματώσει την καινοτομία στη λειτουργία της αλλά και πώς θα μπορούσαν να συνδεθούν επιτυχώς οι επιχειρήσεις με τον ερευνητικό κόσμο, με παραδείγματα από τη δική της επιχείρηση. Υπογράμμισε πως η καινοτομία προκύπτει από την ανάγκη κάλυψης μιας πραγματικής επιχειρηματικής ανάγκης και πως το αποτέλεσμά της πρέπει να είναι απτό και λειτουργικό. Αναφορικά με τη σύνδεση της έρευνας και της καινοτομίας με την επιχειρηματικότητα, ανέφερε πως η όποια ιδέα ή εφεύρεση πρέπει να είναι πρακτική και εμπορική. Πρέπει, είπε, ουσιαστικά να μπορεί να μετασχηματιστεί σε προϊόν με εμπορική αξία.
Κατά τη γνώμη της, ο προσανατολισμός της ακαδημαϊκής κοινότητας θα πρέπει να είναι και σε αυτήν την κατεύθυνση. Κλείνοντας την τοποθέτησή της, ανέφερε πως η αφετηρία αναζήτησης και αξιοποίησης της καινοτομίας για την επιχείρηση είναι το πρόβλημα και η ανάγκη επίλυσής του και πως η διαδικασία σύνδεσης της έρευνας με την επιχειρηματικότητα ίσως να ήταν πιο αποτελεσματική αν η επιχειρηματική κοινότητα έθετε τα πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζει και χρήζουν επίλυσης στην ερευνητική κοινότητα.
Ακολούθησε ένας δεύτερος κύκλος τοποθετήσεων από τους συμμετέχοντες, οι οποίοι απάντησαν σε κάποιες από τις ερωτήσεις και τα σχόλια του κοινού. Τη συζήτηση παρακολούθησαν περισσότεροι από 600 χρήστες, ενώ και οι δύο διοργανωτές φορείς δεσμεύθηκαν για τη συνέχιση της προσπάθειας στο μέλλον.
Κλείνοντας, ο Διονύσης Νικολάου από τη διαΝΕΟσις τόνισε πως είναι βασικό να γίνει κατανοητό το τι ακριβώς σημαίνει έρευνα, τι καινοτομία και πώς συνδέονται οι δύο αυτές έννοιες, οι οποίες όταν ενωθούν με την επιχειρηματικότητα θα ενισχύσουν σημαντικά την ανταγωνιστικότητα της χώρας. Αυτή, τόνισε, είναι και η απάντηση στο στρεβλό παραγωγικό μοντέλο που χαρακτηρίζει τη χώρα μας και εμποδίζει την ανάπτυξή της.